Ητονε στα Μάλλια άλλος ένας κακαθρωπισμένος, μη κεκοσα ήπνιγεν κη αθρώπους. Μιαν κοπανιά ήπνιξε μονοβραδίς σαράντα συνοραντρόυνα. Ένας τζαγκάρης, σύντεκνος του, πήγαινε μια φορά στη χώρα να πουσουνίσει. Οντόν εγιάγερνε ατά στου Κοκκήνη το χάνι θωρών το σύντεκνο ντου τον κακαθρωπισμένο κι εγλάκανε να τόνε φτάξει. Αυτός να τόνε δει εψυγομαράθηκε το αίμα ντου πήγε στσι πατούχες του Μωρέ!ο σύντεκνος μου κι εδά ίντα δα γενώ; Γλακά ο κακαθρωπισμένος, φτάνει τονε –Καλησπέρα, σύντεκνε! –Καλησπέρα! –Και που ‘σουνε, σύντεκνε; -Στη χώρα πήγα, σύντεκνε, να πουσουνίσω, μα παπα μια δουλειά, απού δεν έχει ανερραμό. –Ίντα ‘παθες, σύντεκνε; Ίντα τρέχει; -Εγόρασα, σύντεκνε, έναν κομμάτι πετσί, να σάζω τα στιβάνια των αθρώπω και του τως με τη φούρια μου να μησέψω το ξέχασα. Κι εδά μ’ανεγκασμένος να ξαναγιαγείρω να το πάρω. Εκείνος δεν είχεν κιόλας πετσί αγορασμένο μόνο ‘θελε να ξεχωρίσει απου τον κακαθρωπισμένο. –Και τούτοσα ‘ναι, σύντεκνε, ο κακρώς σου;Σώπα του λόγου σου, λάλειε, πήγαινε κι εγώ δα γιαγείρω να σου το φέρω. Γιαγέρνει κιόλας ντελόγο ο κακαθρωπισμένος να φέρει το πετσί. Του σύντεκνου η καρδιά ενέπηρε κι ήρχιξε κι ελάλεννε όσον εμπόρειενε πλιά ογλήγορα, Μα άδικα! Ωστό να κάμει αυτός δέκα ζάλα, να τον κακαθρωπισμένο και του ‘κλούθανε από πίσω με μιαν μπάλα πετσί. Ίντα να κάμει δά! Ήκαμε τη πρι και γλυκιά κι επηαίνανε σ’όλον το δρόμο μαζί. Ντα μπορεκενε να κάμει κι αλλιώς; Οντόν εφτάξανε στο νεκριταφείο, ξεχωρίζει ο κακαθρωπισμένος και πάει και μπαίνει στο μνήμα ντου, μα παραγγέρνει και του συντέκνου ντου.Θωρείς,σύντεκνε,απού δε σ’επείραξα, μην πα σου διόξει να με μπλοήσης, γαιτί δα βγώ από το χάκι σου. Μα ο σύντεκνος μας κι επήγε στο χωριό ‘’δεν κόβγει χόρτο’’μόνο πάει και βρίσκει τους χωριανούς και τώσε λέει : -Ετσέ κι ετσέ κι ίδια δα είναι ο σύντεκνος μου στον μνήμαντων. Ο παπάς παίρνει ένα μαυρομάνικο μαχαίρι κάνει έναν μεγάλο κουλούρι γύρου, γύρου απού το μνήμα και καρφώνει το μαχαίρι στη μέση. Ανάγουν ύστερα το μνήμα και βρίσκουν τον κακαθρωπισμένο μέσα. Παίρνουν τονε από κειά και πάνε και βρίσκουνε μιαν αγκαλιά ξύλα και τόνε καήνε. Οντόν τον εκαίγανε, θωρεί το σύντεκνό ντου στη μέση των αλλωνώ και λέει του : Ά! Σύντεκνε, και κοντό να μην πομένει το μκιό μου μκιό μου μ’ανυχαλάκι να βγάλω το άχτι μου! Σαν τον εποκανε εκάσαν κεκοσκιζανε τον άθο να βρούνε και τα’ανυχαλάκιντιυ, να το κάψουνε να μην πα κάμει κιόλας πράμα στο σύντεκνο ντου. Εκειά που κοσκινίζανε..πάω!ακούεται ένας χτύπος και επτάται τα’ανυχαλάκι ντου και βγάνει το μάτι του συντέκνου ντου.
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Λασίθι, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1937Πηγή
Αρ. 1105, σελ. 221 – 224, Μ. Λιουδάκι, Κρήτη, Λατσίδα, 1937Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1105, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΖΣτοιχεία πληροφορητή
Λιουδάκη, Αικ. Γυναίκα 100Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Σύντεκνε 'ς σ' εμέτερα, σύντεκνε ΄ς σ' εσέτερα
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Επί συνεχών αμοιβαίων επισκέψεων αλλ' ανθρώπων αργών κ “υπέρου περιστροφή” -
Σύντεκνε 'ς σ' εμέτερα, σύντεκνε ΄ς σ' εσέτερα
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Σύντεκνε, εις τα ημέτερα, σύντεκνε, εις τα υμέτερα = Εις την ημετέραν συκίαν. Ερμηνία : Επί συνεχών αμοιβαίων επισκέψεων