Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 2521-2540 από 6798
Οι Πετροβολίστρες
«Στην Αρχάγγελο τες Ανεράδες τες λέγουν και πετροβολίστρες γιατί πετροβολούν τους ανθρώπους την νύχτα.» Η δοξασία αυτή επεκράτει και στους Βυζαντινούς χρόνους διότι όπως βεβαιώνει ο Γλυκάς μιαν τέτοιαν λιθοβολίαν έπαθεν ο Ρωμανός Λεκαπηνός επειδή λέγει απεπειράθη να δηλητηριάση τον πατέρα του και να καθαιρέση τον Πατριάρχην. Και μήπως προ ολίγων ακόμη χρόνων δεν είχαμε στη Ρόδο λιθοβολίες σ’ ένα σπίτι...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Ανεράγδα (η), η λέξη αυτή παραδόξως παρ’ ημίν σημαίνει δύσμορφον γυναίκα. Για γδες είναι σαν ανεράγδα. Λέγω παραδόξως, διότι αι Νεράϊδες θεωρούνται τα ιδεώδη της καλλονής.
Μαρινάτος, Σπ.
(
1918
)
Οι καλές κιουράδες
Μια φορά, στο ρέμμα τ’ άη Δημήτρη ηκατσένε μια γυναίκα να κατουρήση και ητυχένε άσκημη ώρα και ηπαθένε. Από κείνη την ώρα ήτανε ζα’ίφισσα (μισαρρωστημένη) αλλά δεν εμολόανε τι είχενε γιατί δεν την αφηνένε ο Σατανάς. Ύστερα, σα τζη κάμανε λειτουργές ήρθενε στα τέρμενα (πρόθυρα του θανάτου) κ’ εμολόησένε ότι στο τάδε μέρος εκατούρησένε κι ηπαθένε. Αλλά ετότε πια ήτανε στου Θεού τη στράτα (εψυχομαχούσε),...
Κορακίτης, Δ.
(
1920
)
Ξουτκιά (η) κ τα ξουτειά, ξουτιρκά: άλλως Ανεράδες= κακά πνεύματα, τα οποία την νύκτα περιφέρονται ιδίως εις τα ρεύματα και γίνονται ενίοτε θεατά υπό των ανθρώπων, αι πιστεύουν ακόμη τινές εκ των αελουντέρων. Στοιχειό: αυτό το σπίτ’ έχ’ στοιχειό= φάντασμα – στοιχειωμένος πλάτανος= πολύ παλαιός, έχεν κουφώματα «υφάλες».
Ιωαννίδης, Σωκράτης Ν.
(
1921
)
Νεράϊδα (νύμφες= νύμφη μυθική. Κυρές λέγουσιν εν Ιωαννίνοις α ναράϊδα= νεανίς έκτατου χάριτος και νάλλιες. Ξωπαρμένος, ο= Παρμένος απ’ όξωδως από εξωτικές (Αυτόθι. Σελ. 56)
Ρέκας, Β. Δ.
Μπάρμπα – Θωμάς ήθελον του πελεκάνος, και αυτος ο πελεκάν. Πεγαδίστρα= νεράϊδα, πιστεύουν αι γυναίκες ότι πάσα πηγή αντιπροσωπεύεται δια τινος υπερφύσις δυνάμεως, όσα της κόρη ή γυνή λίαν πρωΐ προσέρχεται εις την πηγήν, προς φένης: «Καλή – μέρα, κυρά Πεγαδίστρα, σάντιλα τρέχεις εσύ, αέκα να τρέχη και η τύχε μου, και σάντιλα είσαι γεμάτο, αέκα να γεμίζη και η σακκούλα μου».
Άγνωστος συλλογέας
(
1902
)
Καλοκνουρά (η)= Νεράιδα, φάντασμα γυναικός
Χρηστοβασίλης, Χρ.
(
1919
)
Νεράδα και Νεράϊδα= τα θηλυκά στοιχεία τα ευρισκόμενα κατά τας φρένας των δεισιδαιμόνων και απλοϊκών όπου είναι ύδατα, πιστεύεται ότι άμα τας ομιλήση της του παίρνουν την φωνήν.
Μανασσείδης, Συμεών Α.
(
1882
)
Αλλοπαρμένος και αναρα(δ)οπαρμένος, ξεπαρμένος= παράφρων, «ελλοπήρασι τον οι αναρά(δ)ες – «σαν αλλοπαρμένος διάσσει= διάγη, Καταχάνας= βορβολάξ, Κάτσα κάτσα παπαδιά= χρυσαλίς
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1892
)
Νεράϊδα= Χερσαία νύμφη ‘ς όχι πλέον θαλασσία. Φράσις «Συνεπαίρνει η Νεράϊδα». «Συνεπαρμένος»= ο νυμφόλεπτος.
Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνος Ι.
(
1894
)
Ήdαν ένας Χριστιανός μ’ ένα άλογο καλό και πήγε σ’ ένα χωριό, Ντιρελή. Έμεινε κει πέρα γκέτσκα. Πήγι κει για μέλιτα. Τον νεγκάζανε οι Τούρκ’ στο χωριό: Μείνε, μείνε. Αυτός δεν ήθελε, έφ’γε. Στη μεσαρία του δρόμ’ είχι σ’ ένα μέρος bουνάρ’ κι πλατάνια. Άμα είχι καμμιά σαραdαριά βήματα ως το bουνάρ’, τ’ άλογο αρχίν΄σι κι χτυπούσι τα ρ’θούνια τ’. Αυτός χτυπά, τ’ άλογο δεν πάει. Ξαναχτυπά και πάει τ’ άλογο....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Εδώ λένε πως βγαίνουν Νεράϊδες. Αυτές στο Βρετεμπούγα τις φαντάζονται σα μερικές γυναίκες καλοντυμένες, όπως ντυνόντουσαν παλαιά, με μεταξωτά φορέματα, που χορεύουν στον αέρα γύρω – γύρω πιασμένες. Μπορεί κανείς να τις δη το καλοκαίρι μεσημέρι που χορεύουν. Μονάχα άμα τρώνε δε μπορεί κανείς να τις ιδή. Κι αν τύχη κανείς χωρίς να ξέρη και περάσει την ώρα αυτή από το τραπέζι τους, αμέσως κάτι θα πάθη....
Σακελλαριάδης, Χαρίλαος
(
1930
)
Ξωτικιά, δρυάς ωραιοτάτη.
Άγνωστος συλλογέας
Ήτανε ένα καΐκι (με παννιά) αραγμένο στ’ Αυλάκι (λιμάνι). Αυτός ο καπιτάνιος του αλλιώς το είχε αραγμένο κι αλλιώς το ήβρισκε το πρωΐ. Απόρησε κι είπε να παραφυλάξη να δη τι γίνεται. Λέει: Θα κοιμηθώ μέσα στο καΐκι. Άλλαξε την άγκυρα και την έφερε κατά δω κι ύστερα εκοιμήθηκε στην πλώρη (μέσα). Τη νύχτα, στις 12 η ώρα άκουσε ένα κρού – κρού, κάποιοι ασκώνανε την άγκυρα. Άκουσε και κάποιος εχτυπούσε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Έλεγαν που έχ’ μέσα Νεράϊδες. Άμα είναι για να γιάν’, χτυπούνε σιδερογούδια καταλάβαιναν ότι οι Νεράϊδες dον έκαναν φάρμακα. Τον άφιναν τον άρρωστο μέσ’ στο λουτρό κι αυτοί αφιγηριούνdαν. Άμα άκουγαν σιδερογούδια να χτυπούν, καταλάβαιναν θα να γιάνν’.
Μέγας, Γ.
(
1937
)
Ο λαβωθείς από Νεράιδα
Μια βολά ένας άνθρωπος εκοιμήθη ένα μεσημέρι απουκάτω ‘ςε μια αχλάδα, εκεί επεράσανε η νεράιδαις και μια από δαύταις επέρασε από τη μια μεριά ‘ςτην άλλη ‘ςτην απαλάμη του ένα βούρλο, άνοιξε λοιπόν γιαράς (πληγή) και κανένας γιατρός δε ‘μπόρηγε να τον γιατρέψη, τότες εδιάει και ‘ςε μια μάγισσα, η γη οποία κι εκείνη δεν εμπόρεσε να τον γιάνη αλλά του είπε να πάη την ίδια ημέρα του χρόνου πο’ ‘κοιμώ’τανε...
Λάσκαρης, Νικόλαος
Η Νεράϊδες των βρυσώνε
Ουλούθε όπου βγαίνει νερό εκεί μένει και Νεράϊδα, για τούτο ο άνρωπος την νύχτα που ήθελε περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό δε μίλαγε ολότελα, για να μη του πάρη η νεράϊδα τηφ φωνή του, αλλά καμπόσ’ βολαίς, και τούτο το λένε κάμποσοι γέροι ότι το ίδανε, το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε μένει χωρίς να κοιμηθή ολότελα, και τότε πληά η νεράϊδα έναι εκεί όξω ‘ςτο νερό και στέκει, αλλά για να φύγη...
Λάσκαρης, Νικόλαος
Αγριογυναίκα (η)= Νεράϊδα, Νηρηΐς.
Χρηστοβασίλης, Χρ.
(
1919
)
Της Ανεράδας το γιαματικό
Της Ανεράδας στη Ρόδο τες λέσιν Ανεράες και κατά πως πιστεύουν τα παντήχνουν οι λαφροΐσκιωτοι στους ποταμούς, στες βρύσες, στα δάση στου σπήλιους και στες κουφάλλες των παλιών δέντρων. Ένας Κοσκινιάτης εβρέθη μιαβ βραδυά τ’ Αούστου στο Τσιλλόνερο και κει που ξάπλωσε να ξεκουραστή τον πήρεν ο ύπνος. Σαν ξύπνησεν είδε κάτι ασπροφόρες κοπέλλες να χορεύγκουν λογιώ λογιώ χορούς κοντά σ’ ένα μικρό σπήλιο...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1950
)
Στη Σχιμάδα: Λένε ότι κάποτε κάποια κακιά γυναίκα, έβαλε εκεί μιανής άλλης το παιδί, κοιμισμένο, ώστε όταν θα ξυπνήση να γκρεμιστή από το βράχο. Το παιδί όμως ξυπνώντας, άρχισε τα κλάματα. Κάποιος το άκουσε και πήγε να το σώση. Το ρώτησε πως βρέθηκε κει πέρα. Λέει: «Μ’ έβαλε ο Μιμάς». (Είναι ισιάδι εκεί η σχισμάδα κι αποκάτου γκρεμνός. Το παιδί είχ’ αρρωστήσει όλη μέρα μέσ’ στον ήλιο κι ύστερα, λένε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
«
»
Αναζήτηση στο DSpace
Αυτή η συλλογή
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Αυτή η συλλογή
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση