• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 103

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Λί(γ)η ώρα όξω που την Καταβιά πάνω σ΄ένα ψήλωμα έχει έναν παληόν κάστρο, που το λεν Πηλιόκαστρο. Στο Πηλιόκαστρο πήγε κι’ εκρύφτη στα παληά χρόνια μια βασιλοπούλα που δεν ήθελε να παντρευτή τον νηό, που της έδινεν για άντραν ο πατέρας της. Εφά(γ)ασιν τον κόσμον να την γυρεύβγκουν οι άνθρωποι του βασιληά, και στα πολλά την ηύρασιν κρυμμένη μέσα στο Πηλιόκαστρο. Την παρακαλούσαν να πά(γ)η στο παλάτι τους αλλά κείνη δεν έθελε με κανέναν τρόπο και γι’ αυτό έτρεξαν και το παν του βασιληά. Ο βασιληάς εδιάταξε τότε «να την φέρετε κάτω δια της βίας» και από τον λό(γ)ον αυτόν του βασιληά επήρεν κι η Καταβιά το όνομα. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Ο Σιαννίτης Χριστόδουλος Βρόντος επάντηξε στο δάσος του Πουγκά όξω που τα Σιάννα ένα κοπάδι Ανεράδες. Ως τον είδαν τον έπιασν στον χορό και του φώναζαν «Γειάσου Βρόντε Βροντέρε.» Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα και σαν φώναξεν ο πρώτος πετεινός λέγει μια Ανεράδα. – Πάμε να φύγουμε. – «Χορέβγκετε ακόμα» είπε μια άλλη «κι είνεν ο μαύρος». Ύστερα που κάμποσην ώραν έκραξεν ο δεύτερος πετεινός. – «Πάμε να φύουμε» λέγει πάλιν η πρώτη Ανεράδα. – «Χορέβγκετε ακόμα» λέγει η δεύτερη «κι είνεν ο κόκκινος,» Κι ο χορός εξακολουθεί. Σαν άρχισεν όμως να ξεφωτίζη έκραξεν πάλιν ο πετεινός και λέει η πρώτη καταφοβισμένη. – Τρεχάτε τώρα να φύουμε κι είνεν ο άσπρος. Όπου φύει φύει οι Ανεράδες, μα ο Βρόντος κείνη που βάσταν στα δεξιά του την έπιασεν που τα μαλλιά και την κρατούσε γερά. – «Άφισέ με Βρόντε να χαρής» λέει η Ανεράδα. – «Δεν σ’ αφήνω» της λέει εκείνος θα σε πάρω στο χωριό μας να σε κάμω γεναίκα μου. Η Ανεράδα άρχισε τότες να ταυρομπαλά με τον Βρόντο και πάνω στο ταυρομπάλαιμα ηύγεν η τσιππιά της κι εγίνηκεν γυναίκα. Την πήρε τότες ο Βρόντος στο χωριό και την έκαμε γυναίκα του.» Φαίνεται πως την παράδοσιν αυτήν την έκαμαν οι Σιαννίτες του παληού καιρού για να δικαιολογήσουν την ομορφιά της Αναργυρώτισσας, που έκλεψεν ο Βρόντος από τους Αγίους Αναργύρους, και την έφερε στα Σιάννα. Η Αναργυρώτισσα αυτή προμάμμη μου πέθανε πρώτη στο θανατικό της Ρόδου κι ίσα με σήμερα λεν «στο θανατικό της Βροντούς.» [Η δοξασία αυτή να παρουσιάζωνται οι Νεράϊδες είναι αρχαιοτάτη διότι όπως λέει και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (Δ. 1312) οι Νύμφες παρουσιάστηκαν στον Ιάσωνα. Επίσης το να εξαφανίζωνται νεράϊδες στο άκουσμα του πετεινού είναι αρχαία δοξασία διότι ο αλέκτωρ συμβολίζει τον άγγελον του φωτός και τον πολέμιον των κακοποιών στοιχείων.] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Το Χιλιορράβδι. Στην παραλία της Ασκληπιού κοντά στο μοναστήρι Κιοτάρι έχει μια τοποθεσία Χιλιορράβδι και η παράδοση λέγει: «Κάποτες ήρταν πειρατές στο Ρόδο και ετοιμάζουντο να βγουν κοντά στο Κιοτάρι ανήμερα της Παναγιάς. Ήταν παναΰρι κι’ οι παναΰριωτες σαν είδαν το κλεφτοκάϊκο να ‘ρχεται κατά πάνω τους εσοφίστηκαν κι έκαμαν χίλια ραβδιά γεροντίστικα και τα αρράδιασαν στην εξώπορτα του μοναστηριού. Οι κλέφτες από μακρυά σαν είδαν τα ραβδιά είπαν με τον νουν τους. Αφού οι γέροι είνε χίλιοι, οι νηοί θα είναι περισσότεροι, και τρεχάτοι μπήκαν στο πλοίο τους κι έφυγαν. Οι παναϋριώτες έκαμαν τότε μεγάλην δοξολογίαν και ίσα με σήμερα ο παπάς στα Άγια προχωρεί έως την ακρογιαλιά και μνημονέβγκει.» 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Η πανούκλα είναι μια γεναίκα μαυροφόρα και γυρίζει πολλές φορές την νύχτα και λαβώνει τους ανθρώπους που ‘χει γραμμένους στα χαρτιά της. Σαν ήρτεν στη Ρόδο η πανούκλα «στο θανατικό της Βροντούς» μόνον στη Θολό δεν επή(γ)εν η αρρώστεια αυτή. Ο προστάτης του χωριού Άης Σπυρίδωνας μ’ ένα φανάρι στο χέρι εγύριζε γύρου γύρου το χωριό και δεν έφινε την πανούκλα να κοντέψη. Το ίδιο λέγουν και οι Κρεμαστενοί για την μαυρομάτα τους την Παναγία, που δεν άφισε την πανούκλα να περάση από το χωριό τους. [μαυρομάτα= Αυτό το επίθετον το λέουν για την Παναγιά τους οι Κρεμαστενοί σαν έρτη λόγος γι’ Αυτήν και αντιστοιχεί πάνω κάτω με το «γλαυκώπις ΑΘήνη» του Ομήρου». 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

“Στον κόλπον της Απολλακκιάς υπάρχουν δυό μικρά νησάκια που ήτον άλλοτε καΐκια και τα μαρμάρωσεν η Παναγία, γιατί ήρταν εκεί με σκοπόν να κλέψουν το μοναστήρι της Σκιαδενής Παναγιάς. Άραξαν στην Απολακιά κι' ετοιμάζουντο να βγούν όξω οι ναύτες. Δεν πρόφτασαν όμως να βγούν στη στεριά γιατί η Παναγιά τους εμαρμάρωσε μαζί με το καΐκι τους”. Η παράδοση αυτή μοιάζει με το καράβι των Σαρακινών που δεν μπορούσε να αποπλεύση από το Ηραίον της Σάμου επειδή οι ναύτες του άρπαξαν το άγαλμα της Ήρας όπως αναφέρει ο Μηνίδοτος ο Σάμιος παρ' Αθηναίω. (ΙΕ12 6) [Για το ένα καΐκι απ' αυτά λέγουν οτι ήτο αγριόχοιρος και επειδής έρχουτα να κάμη καταστροφή στην Ρόδο τον εμαρμάρωσεν η Παναγιά και δεν τον άφησε να βγή όξω]. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Ένας Δαματρενός μια νύχτα βρήκε στο δρόμο ένα μωρό παιδί που έκλαιε το λυπήθηκε και το πήρε στην αγκαλιά του για να το πάρη στο σπίτι του. Όσο προχωρούσε είδε πως το μωρόν ετέντωνε τα πόδια του κι έφταξαν στην γη. Ο άνθρωπος εφοβήθηκεν κι άφησε το παιδί μέσα στον δρόμο. Άρχισε πάλι το παιδί τα κλάματα και τότες έτρεξαν ένα κοπάδι Καλίτσες (Ανεράδες) κι έπιασαν τον άνθρωπο στον χορό φωνάζοντάς του «Γειά σου Καρκάζο». Τον εχόρευαν ώστα κ’ εξημέρωσε και τότες ο χωρικός με την ψυχή στα δόντια πή(γ)ε στο χωριό του κι είπεν ότι έπαθεν εκείνη την βραδυά. Από τότες ο άνθρωπος επήρε το επίθετον Καρκάζος όπως τον εβάπτισαν οι Καλίτσες. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Η πανούκλα έγινεν από την πατσαβούραν, που εσφόγγισεν ένας βασιληάς το ματωμένο σπαθίν του, σ' ένα με(γ)άλο πόλεμον. Την πέταξε σ'εναν κάμπο κι από κει εγεννήθηκεν η αρρώστεια αυτή. Μια μέρα η πανούκλα έστειλεν την κόρη της σ' έναν τσοπάννην να της δώση έναν αρνί. Ο τσοπάνης εφορτώθη για μιας έναν αρνί και το πήρεν ο ίδιος στο σπήλιον της πανούκλας. Εκεί είδεν χιλιάδες κατομύρια καντύλια, που ήτο το καθένα για έναν άνθρωπον. Ο τσοπάννης εγνώρισε το δικόν του καντύλι και είδεν πως του αδερφού του, που ήτον εκειά κοντά είχε πιόττερο λά(δ)ι. - Δεν μπορείς να βγάλης λίγο λά(δ)ι που του αδερφού μου το καντύλι και να το βάλης στο δικό μου που κοντέβγκει να σβύση: λέγει στην πανούκλαν ο τσοπάννης θέλοντας να ζήση πολλά χρόνια. - “Δεν μπορώ είπεν η πανούκλα” γιατί το λά(δ)ι της ζωής του καθένα είναι μετρημένο από το Θεό. Ο τσοπάννης τότε εθύμωσε κι επήρε στην μάντρα του το αρνί παραμηλώντας στο δρόμο για τη σκληρότη της πανούκλας. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

α! Τα ασημάδια που’χει ο κάουρας πάνω στη ράχη του είναι οι χτυπηματιές που’ φαγεν σαν εμπάλεβγε με τον Δι(γε)νή κάτω στον άγριο των αγρίων στον Αγριοκαλαμιώνα όπως λέγει και το σχετικό δημοτικό τραγούδι. β! Τα μεγάλα χαλιά του κάουρα είναι κόκκινα στην άκρηα και φαίνονται σαν καμένα γιατί άμαν έκαμναν τα καρφιά, που θα σταύρωναν τον Χριστό, ο κάουρας έτρεξε πρώτος κι’ επήρε πρώτος στον γύφτο την φωτιά. γ! Για τους καούρους λέουν ακόμα πως άμα βγή κανένας από τον ποταμό και πάει στα χωράφια γένεται σκορπιός. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Πολλοί Τούρκοι που κατοικούσαν στο Κάστρο της Ρόδος κι είχασιν χωράφκια στην εξοχή σα θθέλασιν να γυρίσουν το βρά(δ)υ στα σπίτια του, την εποχή του ζεμάτου, έφηνναν τ’ άλετρά τους όξω που το Κάστρο. Το ‘χαν κακό να τα βάλουν μέσα στο Κάστρο, γιατί είχαν πακουστά τους πως η Ρόδος θα παρτή που κείνον που θα ‘χεν στο σπίτιν του άλετρο (1). [Άλετρον= Τούτο εγίνετο πριν να καταληφθή η Ρόδος υπό των Ιταλών, τώρα όμως πολλοί λίγοι Τούρκοι κάμνουν τούτο]. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Από τες τοπωνυμίες «Δυομάχες» στα Σιάννα «Γιαιμαχί» στην Αρχάγγελο «Ευρωμάχεια» στο Βάτι το «Μυριάντρι» στην Λίνδο και τον «Πίμαχον» στο Μεσαναγρόν, μανθάνομεν επίσης διάφορα πολεμικά επεισόδια της Ρόδου. Και για μεν τους Δυομάχες, λέγουν, πως έγειναν εκεί κάποτες δυο μάχες, για το Γιαιμαχί πως χύθηκεν άφθονον αίμα σε κάποιαν συμπλοκή, για την Ευρωμάχεια ότι έγινε ευρεία μάχη. Για το Μυριάντρι λέγουν ότι ετάφησαν εκεί μύριοι άνδρες πολεμώντας τους εχθρούς για την σωτηρία της πατρίδας. Στες Φάνες έχει μια βρύση που την λεν του Μαΐ γιατί εκτίστηκε με συνδρομήν όλων των κατοίκων πληρώνοντας ο καθένας χωρικός από ένα μάΐ (παράν). 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 11
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (103)Συλλογέας
Βρόντης, Αναστάσιος (103)
Τόπος καταγραφής
Ρόδος (103)
Χρόνος καταγραφής1940 - 1950 (12)1930 - 1939 (91)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.