• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 121-125 από 125

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στην Ψιθθό, κοντά στο δρόμο που πάει στο Γιαμματικό, έχει ένα μέρος που το λέσιν Άρτεμη. Εκειά έχει έναν μιάλον πεύκον που τον έχουν σαν άγιο δέντρο, γιατί στον ίσκιον του που κάτω έκατσεν η Παναγία. Ενας καρβουνιάρης εδικίμασεν να κόψη τον πέυκον, μα με την πρώτην μανναρκιά έσπασεν το μαννάριν του κι ακόμα φαίνεται η μαμμαρκιά. Κι ο νοικοκύρης του χωραφκιού πρίν λίγα χρόνια έθελεν να κόψη τον πεύκον, μα οι χωρκιανοί του (δ)εν τον εφήκασιν, γιατί εφούνταν να μην πάθη κακό. [Ψιθθό = χωριό της Ρόδου,Γιαμματικό = μοναστήρι της Παναγιάς με ιαματικό νερό, μαννάριν = τσεκούρι, κακό = Τα ίδια δηλαδή και απαράλλαχτα ότι έγινηκε με τη βαλανιδιά που ζήτησε να κόψη ο Ευρυσίχθονας]. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Μάννα δα κακομίτσα. Έμαθες τα που καταχάνεψεν ο συγχωρεμένος ο Π.;Την περασμένην νύχταν ήρτεν στο σπήτιν μου κι ‘έν μ’αφήκε να κλείσω ‘μμάτι ίσια με το πρώτον λάλημα του πετεινού… εις το χωρίον Τριάντα επιστεύετο ότι οι αποθνήσκοντες ‘’αξομολόγητοι και ακοινώνητοι’’ και οι αμαρτωλοί ‘’εκαταχάνευαν’’ και περιήρχοντο προς τιμωρίαν όρη, δάση, βουνά και κάμπους, μετέβαινον δ’έστιν ότε νύκτωρ εις τας οικίας των συγγενών και εναρέτων χωρικών και παρηνόχλουν τους ενοικούντας μετατοπίζοντες τα εν αυταίς έπιπλα και σκεύη, μη αφήνοντες αυτούς Καταχανάδες. Εκ του καταχνιά, αχνός=ομίχλη. Ηλέξις καταχανάς σημαίνει παρά Ροδίοις ότι παρα τω Ελλ.λαώ η λέξις βρυκόλακας, δηλ. είδωλον,σκιά να ‘’κλείσωσι μάτι’’, μέχρις ού ούτοι από ευσπλαγχνίαν κινούμενοι ποίσωσιν υπέρ αυτών ‘’σαρανταλούτουργον’’ δια να τους ‘’κατακάτσουσι’’/ Η λέξις ‘’σαρανταλούτουργον’’σημαίνει την επί τεσσεράκοντα συνεχείς πρωίας τέλεσιν της θείας λειτουργίας. Ανετίθετο δε…εις τον έτερον των ιερέων του χωρίου Παπά-Σάββαν,… Κάθε βράδυ (ο καταχανάς) ηνώχλει τους θεοφοβουμένους εκ των χωριανών, ούτοι δε πρωτοστατούντων των γραιδίων εκακολόγουν τους συγγενείς του Π…διότι δεν προέβαινον να κάμουν ‘’ένα σαρανταλούτουργον’’ δια να τον ‘’καπακάτσουν’’. Μόνο η μορταρία του χωρίου υπερέχαιρε…διότι οιχωρικοί εκ φόβου περιωρίζοντο από της δύσεως του ηλίου ακριβώς εις τας οικίας των, αφήνοντες το κτηματα των χωρίς καμμίαν επίβλεψιν. Αίνοθεν εννοείται ότι αι μιρκοκλοπαί επολλαπλασιάζοντο αι δε κατακραυγαί των χωρικών..κατήντησαν ενοχλητικαί και ανυπόφοροι μέχρις ούτοι (οι συγγενείς)βαρυθέντες τας επικρίσεις και τας φωνάς ή πεισθέντες περί τως ανάγκης της τελέσεως ‘’σαρανταλούτουργου’’ προσεκάλεσαν τον παπά-Σάββανι προς όν και ανέθηκαν την τέλεσιν αυτού. Ο Παπά- Σάββας πλήν της υλικής αμοιβής εζήτησε τεσσεράκοντα πρόσφορα και ένα λευκόν καινουργές πουκάμισον του μακαρίτου. Οι συγγενείς..έδωκαν τα ζητηθέντα ο δε ιερεύς ήρξατο ποιών καθ’εκάστην πρωίαν, αλλά βαθείαν πρωίαν, και από μίαν λειτουργίαν υπέρ αναπαύσεως της ψύχης του ‘’καταχανέψαντος’’. Εις την τέλεσιν εκάστης λειτουργίας παρευρίσκοντο τακτικώς όλα τα γραίδια και ο τότε διδάσκαλος του χωρίου αείμνηστος Ανδρεάς Δέσποτας.. ούτος εκ περιεργείας, επειδή είχεν ακούσει ότι ο παπα- Σάββας, προκειμένου να κατακάτση καταχανάν δεν επεκαλείτο μόνον τον Θεό αλλά και τον Διάβολον. Και ούτω ο αφελής αυτός Παπάς δεν διέφερε ποσώς του μυθικού και ευσεβούς εκείνου χωρικού, του συχνάζοντος τακτικώτατα εις την Εκκλησίαν και ανάπτοντος κερί όχι μόνον εις τας εικόνας των Αγίων αλλά και εις του Διαβόλου, δια να τον έχημ και αυτόν φίλον, ως έλεγε, ‘’για καλό και για κακό’’. Λοιπόν ο Παπα-Σάββας όταν ετελείωσε τας προε τον Θεόν δεήσεις του υπέρ του αμαρτωλού νεκρού, δηλ. τας 40 λειτουργίας ηθέλησε να εξευμενίση και τον Διάβολον, τη συνεργεία, του οποίου, καθ’ά κοινώς επιστεύετο οκαταχάνευαν’’ οι πεθεμμένοι και ηνώχλουν τους ώντρας. Προς τούτο επί τρείς συνεχείς νύκτας κατά το ‘’πρώτο κράξιμο του πετεινού’’ μετέβαινεν εις τα μνήματα, ήπλωνεν το λευκόν υποκάμισον επί του νωπού έτι του μνήματος χώματος, εγονάτιζεν επ’αυτού και κάμπων τον κορμόν προς τα εμπρός, ούτως ώστε η κεφαλή να εγγίζη επί του μνήματος ηπλωμένου τποκαμίσου, απήγγελε εξορκισμούς ακαταλήπτους, εν οίς και τα δώδεκα άρθρα του συμβόλου της πίστεως, αρχόμενος από του τελευταίου άρθρου και από της τελευταίας λέξεως και καταλήγων εις το πρώτον άρθρον και εις την πρώτην λέξιν αυτούν. Αλλόκοτος βεβαίως και λίαν παράδοξος που φαίνεται..η κατά τοιούτον τρόπον προς τον Διάβολον απαγγελία του συμβόλου της πίστεως και των άλλων εξορκισμών, αίτινες αναμφιβόλως ήσαν ευχαί απαγγελόμεναι ως το σύμβολον της πίστεως. Όταν όμως αναλογισθής ότι ούτος υπήρξεν αποστάτης και αντίθετος του θεού, τότε θα εύρης φυσικήν και την κατιούσαν (κατ’αριθμητικήν μέθοδον)απαγγελίαν του συμβόλου της πίστεως και των άλλων εξορκισμών υπό του Παπα-Σάββα. Όταν ο ιερεύς ετελείωνε τας επι του μνήματος προς τον αποττώτην του Θεού και απατεώνα του ανθρώπου επικλήσεις και παρακλήσεις του, ηγείρετο και ασκεπτής ως φάσμα εξήρχετο του περιβόλου των μνημάτων και …ανερχόμενος τας δυο βαθμίδας του κωδωνοστασίου ευρίσκετο προ του κώδωνος, προ του οπίου ιστάμενος με εσταυρωμένας τας χείρας απήγγελεν ακαταλήπτους τινάς λέξεις, μεθ’άς εκτύπα δια μικρού σφυρίου τον κώδωνα τρίς, επικαλούμενος εις έκαστον κτύπημα τον ένα εκ των τριών αρχηγών των Δαιμόνων. Αμέσως δε κατερχόμενος εκ του κωδωνοστασίου επανήρχετο εις τα μνήματα, από των οποίων παραλαμβάνων το υποκάμισον επανέκαμπε ούκαδε. Την τρίτην όμως νύκτα, άμα τη ανόδω του Παπα- Σάββα επί του κωδωνοστασίου, σκιά τις,…αφήρεσε το επί του μνήματος εστρωμένον υποκάμισον και εγένετο άφαντος. Ο ιερεύς..κατελθών εκ του κωδωνοστασίου…όταν έφθασεν προ του μνήματος του ‘’καταχανέψαντος’’και δεν είδεν το υποκάμισον, έν’ αρχή υπέθεσεν ότι απεπλανήθη και έφερε τον βλέμματά του πέριξ του περιβόλου δια ν’ανακαλύψη τον τόπον όπου ευρίσκετο το μνήμα με το υποκάμισον. Έπειτα όμως θορυβηθείς και τρίψας τους οφθαλμούς δια να βεβαιωθή περί της πραγματικότητος,…εζαλίσθη, έχασε το λογικόν του και ήρξατο τρέχων ως δαιμονισμένος ευρεθείς…εις την οικίαν του εν κακή καταστάσει. Άμα τη ανατολή του ηλίου…ο Παπα-Σάββας απεφάσισε να μεταβή εις το Νεκροταφείον..μήπως ανακαλύψει τι έχον σχέδιν με την εξαφάνισιν του υποκαμίσου…Τεθορυβημένος εκάρφωσε τα μάτια του επί της επιφάνειας του μνήματος και έβλεπε μετά προσοχής μήπως εύρη καμμίαν σχισμήν επ’αυτού δια της οποίας ο ‘’καταχανάς’’έσυρε και κατέβασεν εντός του μνήματος το εξαφανισθέν υποκάμισον, αλλ’ουδαμού εύρισκε τοιάυτην…Τότε ασυναισθήτως επεκαλείτο τον Θεόν και τον Διάβολον, ετσαυροκοπείτο και μονολογών έλεγεν. Να το πήρεν ο ‘’Καταχανάς’’;Αλλά τι να το κάμη; Τα στοιχειά δεν έχουν ανάγκην των φορεμάτων. –Να το πήρε κανείς από τους ‘’Βενζεβούλιδες που καλούσα; Αλλ’αυτός τι να το κάμη; Να πέταξε σαν το πουλί; Αλλά μήτε φτερά, μήτε ψυχήν είχε. Τι επιτέλους έγινε; Να και άλλο μυστήριον ανεξήγητον’’ Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενος ο Παπα-Σάββας δεν παρετήρησεν ότι όπισθεν του κορμού μιας νεραντζιάς,..ήτο ο Ανδρέας Δέσποτας. 

Λαγκάνης, Ευστάθιος (1929)
Thumbnail

Στον Άη Σιέρο τα παλιά τα χρόνια εζιούσεν ένας άρχοντας κι’ είχε γεναίκαν του μιαν καλή κοπέλα φερμένη που ξένα μέρη. Η αρκόντισσα ήτον πολύ πονόψυχη και μια μέρα λέει στον άντρα της. Η ψυχή μου πονεί σαν βλέπω τους χωριανούς να κουβαλούν νερό που μακρυά. Έννοια σου, γεναίκα και θα βάλω μαστόρους να φέρουν το νερό μέσα στο χωριό. Με τα χρήματα του άρχοντα ήρτεν το νερό μέσα στο χωριό και το βκάλασι της Αρκόντισσας. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1950)
Thumbnail

Κάος ο= κατα τινα δεισιδαιμονίαν των Ροδίων οι προσφάτων θανόντες ανυστάμενοι απο των μνημάτων την νύκτα περιοδεύουσι πειράζοντες τους ζώντας : Και λέγει ο ταθε αποθανών έγεινε Κάος, ήτοι το φάντασμα αυτού εθεάθη. 

Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος (1925)
Thumbnail

Στο Σαντουρλή έχει έναν παλιόμ μύλο που τον έκαμαν σπίτι και μένει μέσα ένας Τούρκος. Στον μύλον αυτό όπως λέγουν οι Τούρκοι της Μίξης έλεσεν τα σιτάρκια του ο Σουλτάν Σουλεημάν για να θρέψη το στρατόν του σαν ήρτεν να πάρη τη Ρόδο. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1950)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (125)
ΣυλλογέαςΒρόντης, Αναστάσιος (103)Παπαχριστόδουλος, Χ. (9)Δρακίδης, Γεράσιμος Δ. (3)Κωνσταντινίδης, Κ. Ν. (2)Λαγκάνης, Ευστάθιος (2)Άγνωστος συλλογέας (1)Αμβροσιάδης, Αντώνης (1)Γνευτός, Παύλος (1)Κακριδής, Ιωάννης Θ. (1)Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος (1)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφής
Ρόδος (125)
Χρόνος καταγραφής1940 - 1950 (12)1930 - 1939 (105)1920 - 1929 (6)1917 - 1919 (2)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.