• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 277

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Πλάϊ στο Κουτζιανίτικο παραποτάμι και μέσ' από ριχή πλαγιά, βγαίνει λίγο νερό που μυρίζει σαν μπαρούτι. Το νερό οφελεί στα νεφρά και τους ρευματισμούς. Η παράδοση αναφέρει πως ένας γέρος περνώντας αποκεί, είπε κάτι λόγια, βάρεσε ύστερα με τη πατερίτσα του την πλαγιά και αμέσως πήδησε το νερό. Λένε πως ο γέρος είταν ο Αϊλιάς 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Πάνω απ’ την Καρβουνολεπινίτσα ξεπετιένται δύο σταχτόασπροι βράχοι. Ο πιο μεγάλος βράχος λέγεται Αλμπίνα. Στην κορυφή που φαντάζουν τρεις γέρικες δάφνες. Ο άλλος λέγεται Αλμπινίτσα και έχει το σχήμα πυραμίδας. Κάτω απ’ τα βράχια αυτά λένε πως είναι ο τάφος του Ασκληπιού. [Άλμπα= Λέξ. Κουτσουβλάχικη, άσπρη, ήτοι άσπρη πέτρα, Αλμπινίτσα, σύνθετη. Άλμπα – νίκα= μικρή άσπρη πέτρα. Η πέτρα στην Κουτσουβλαχική λέγεται κιάτρα. Υπονοείται ότι ακολουθεί πως δυο λέξεις Αλμπίνα και Αλμπινίτσα] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στο Βαρδάρι υπήρχε η πρόληψη, ότι όποιος ανύπαντρος πιεί νερό από τη βρύση Μποτούχα, δεν ξεφεύγει την παντρειά. Η παράδοση σχετικά αναφέρει ότι διαβατικός καλογερίκος πίνοντας νερό από την Μποτούχα πέταξε τα ράσα του και παντρεύτηκε μια Βαρδαριώτισα. [Μποτούχα= Το ποτόκι ή πότακας παραφθαρμένο] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στην Καρβουνολεπενίτσα ή Λεπενίτσα και τώρα μετανομασμένη Πιαλία στα ριζά του βουνού Κόζιακας, υπάρχει η παράδοση, κατά την οποία ο Ασκληπιός διέταξε τον υπηρέτη του, να τον σκοτώσει και να βάλει τ’ όνομά του σ’ ένα κουτί, μες το οποίο ο Ασκληπιός κάτι πέταξε. Κατά τη θέληση του Ασκληπιού, ο υπηρέτης θα έθαβε το σώμα σαν κάτι το άχρηστο. Και το κουτί παράγγειλε να το ανοίξει ύστερ’ από σαράντα μέρες, οπότε θα βρισκε μέσα, τον Ασκληπιό μικρό βρέφος. Ο υπηρέτης όμως δεν υπολόγισε καλά κι άνοιξε το κουτί αφού περάσανε 39 μέρες και 40 νύχτες. Ανοίγοντας το κουτί είδε ένα μικρό νήπιο. Είταν ο Ασκληπιός, που κινώντας τα χείλια του ξεψύχησε. Ο υπηρέτης πρόωρα είχε ανοίξει το κουτί. Λείπανε μερικές ώρες για να ωριμάσει. Έπειτα ο υπηρέτης πήρε το χαρτί που είχε ρίξει στην αρχή ο Ασκληπιός κι έφυγε. Στο χαρτί αυτό είταν γραμμένες οι συνταγές για τις διάφορες αρρώστιες. Οι Καρβουνολεπονιτσιώτες, που πιστεύουν πως το χωριό τους είναι η πατρίδα του Ασκληπιού, πιστεύουν ακόμα πως κάποτε θα βρουν το πολύτιμο αυτό χαρτί. [Πιαλία= Αρχαία πόλη, που δεν αναφέρει, ούτε ο Στράβωνας ούτε ο Παυσανίας. Στο γεωγραφικό λεξικό του Στεφ. Βυζαντίου αναφέρεται ως σημαντική Θεσσαλική πόλη, Στην Καρβουνολεπενίτσα υπάρχουν ακόμα πραχτικοί γιατροί. Πιστεύουν ότι κληρονομικά μάθανε την τέχνη, απ’ τον Ασκληπιό. Οι γυναίκες κάθε άνοιξι μαζεύουν χόρτα απ’ τον Κόζιακα, τα ξηραίνουν, κάνουν βοτάνια και τα πωλούν στα Τρίκκαλα και τα περίχωρα στους αρρώστους. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Πέντε κορομπλίτσες, στο Μπούκορο, η μια πλάι στην άλλη μεγαλώνοντας αγκαλιαστήκανε και μπερδέψανε τα κλωνάρια τους. Κάτω απο την ολοπράσινη αυτή ομπρέλα, ξεκουραζόντανε οι οδοιπόροι και σταλίζανε τα πρόβατα. Μια μεγάλη όμως μπόρα μ'αστροπελέκια, σάρωσε τις αδερφομένες κορομπλίτσες και μαζί ένα τσοπάνη. Λένε πως το μέρος στοίχειωσε. Ένας ολόμαυρος άνθρωπος με μάτια που πετάνε φλόγες, γυρίζει εκεί τα βράδυα. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Τις μέρες, που γιορτάζουν αυτές δεν επιτρέπεται καμμιά δουλειά. Η παραβίαση της αργίας φέρνει ζήμια σ' όσες νοικοκυρές εργασθούν. Υπάρχουν πλήθος από παραδόσεις που αναφέρουν ζημιές που γινήκανε σ' όσες γυναίκες θέλησαν και να κουτσοδουλέψουν ακόμα. Μια γυναίκα γνέθοντας μαλλί με τη ρόκκα της δέχτηκε στο κεφάλι ένα γλυδί. Άλλη στον αργαλειό χτυπήθηκε με γράβαλο. Άλλης καταξεσχίθηκε το σγαρόνι. Άλλης κριτσίκωσε το νήμα . Κι άλλης άνοιξε και χάλασε η κουρίτα. Άλλης πετάχτηκε πε΄ρα απ' τον τέντζερη το κουπαστάρι. (γλυδί = από το λίθος, πετράδι ακροποταμιάς, γλυμμένο από το νερό. Γράβαλο = από το όνομα του δέντρου γαύρου ή Γράβου – Γράβαλο, κομμάτι πέτρας μεγάλο σαν τον καρπό γαύρου. Βρβλχ. Γραβιά = μέρος με γράβους. Σγαρόνι = το γδαρόνι από το γδέρνω, παραλλαγμένο σε σγαρόνι, κομμάτι πετσιού από γδαρμένο γουρούνι, το γουρνοτσάρουχο. Νήμα = Από το κρίκος κατά τσιτακισμόν, Αντί κρικώθηκε, όταν το νήμα μπλέγεται κατά το στρίψιμο του. Κουρίτα = ξύλινη σκάφη, στην οποία βάζουν τροφή για τα γουρούνια ή σκυλιά. Πιθανά το αρχαίο γώρυτος ή χώρυτος ο θύλακος ή σλαβική η σκάφη. Κουπαστάρι = το κάλυμμα του τέντζερη, η κούπα, το σκέπασμα). 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Σε απότομο βουνό, απέναντι απ’ τη Γκαβαλιώρα, είχαν τα λημέρια οι τρομεροί ληστές Τσικουραίοι. Η παράδοση αναφέρει ότι οι Τσικουραίοι μπήκανε κάποτε στο Τούρκικο έδαφος και ληστέψανε ένα πλούσιο μπέη. Όταν γυρίσανε στα λημέρια τους με τους τρουβάδες γεμάτους λίρες κι άλλα χρυσά νομίσματα και κοσμήματα, μοιράσανε τα κλεψιμέϊκα, στους χωριανούς. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Δια τον Απόστολον Πέτρον λένε οτι κρατή τα κλειδιά του Παραδείσου. 

Παπαγεωργίου, Μαρία Α. (1952)
Thumbnail

Παλαιότερα, οι τσομπάνηδες δεν ξέρανε τι πράμα είταν ο τσιούλος. Η φαντασία τους, τον παρέστησε για φοβερό δαιμόνιο, που έμπαινε μέσα τους και τους αρρώσταινε για μια βδομάδα. Όμως ο τσιούλος δεν είταν δαιμόνιο. Είταν και είναι μια δαιμονισμένη μικρή χρυσοκίτρινη μύγα, που τριγυρίζει στις στάνες. Όταν αρμέγονται τα πρόβατα πλησιάζει τον καθένα και του ρίχνει με φόρα τα σκουλίκια της, που φωλιάζουν στη μύτη, στο στόμα και στα μάτια του ανθρώπου. Αλλοίμονο στον τυχερό που θα πάρει μαζύ του τα σκουλίκια της. Την άλλη μέρα του φανερώνεται πονόματος, δακρόρροια, δυνατό συνάχι και τρομερός βήχας. Φάρμακο δεν υπάρχει, περνάει μόνη της. Υπάρχει όμως το προφυλακτικό. Οι τσομπάνηδες στην ώρα του αρμέγματος, βαστούν στο στόμα τσιγάρο ή κλαδάκι ελατιού. Ο τετραπέρατος τσιούλος στην περίπτωση αυτή δεν ρίχνει τα σκουλίκια του. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στην Καλογριανή, οι Νεράϊδες, είναι ντυμένες με ολόασπρα φορέματα, σα νύφες. Υπάρχουν κι άλλες Νεράϊδες που φορούνε ολοκόκκινες φορεσιές και άλλες παρδαλές. Οι Καλογριανίτες τις τελευταίες νοματίζουν «λογίς λογίς σπορέματα». Για τις Νεράϊδες της Καλογριανής η παράδοση αναφέρει ότι όταν πάνε στα κρύα νερά, φλιτουράνε – πετάνε – περνούν ψηλά στον αέρα καβάλλα στ’ άλογα, τραγουδάνε, παίζουν όργανα, χτυπάνε τα νταούλια τους. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 28
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis CollectionPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

TypeΠαραδόσεις (277)CollectorΧατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (272)Παπαγεωργίου, Μαρία Α. (3)Βραχνός, Ν. (2)Place recorded
Τρίκαλα (277)
Time recorded1952 (3)1948 (272)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.