Αναράες
Αι Αναράς και «καλές γυναίκες» λεγόμεναι παρίστανται ως νέαι ευειδής περιβεβλημέναι λαμπρς καταλεύκας στολάς, έχουσα πόδας αιγός, όνου, ή πτηνόδ ενεδρεύουσαι η απώλεια, δένδρα, κρήνας, ποταμούς, όρη, λίμνας και εν γένει εξ τόπου παρουσιάζονται επί φόβον το φαινόμενον, οι ες τα τοιαύτα δε μέρη προσερχόμενοι ή αποκοιμούμενοι ανάρωτιστος υπ’ αυτών γίνονται επί μεταφέρονται τήδε κακείσε εν νυκτί συνδιαζώμενοι και ευεχούμενος μετ’ αυτών: «αναροπαρμένοι», ότε κάμπτονται μέλη ταινα του σώματος ή μεταβάλλονται εις ομοιόμορφα τοιαύτα πτηνών ή ζώων ή υποβάλλονται ες φθοροποιάν νόσον «αλλοπαίρνουνται». Οι θέλοντες δε να είρωσι θεραπείαν δέον να εισέλθωσιν ες τα ενδιαστήματα αυτών κυρίως τα αποσταλάζοντα ψυχράς σταγόνας ύδατος, εν απουσία και φόβω, άλλης τε παίρνουν την εμιλιά του «να πάρουν οι αναράες την εμιλιά σου (κατάρα),ότε λαμβάνουσιν εκ του αποσταλάζοντος ύδατος όπερ φρονούσιν ότι πηγάζει εκ των μαστών των εκεί κατοικουσών Νεραΐδων και θεραπεύει τας νόσους της ριής των οφθαλμών, αλλ’ ο λαβών εκ του ύδατος τούτου δέον να εγκαταλείψη εν τω σπηλαίω ενδυμάτι και να εξέλθη αφόβης με πτοούμενος ες τας φωνάς και λιγυρά φωνάς τας οποίας θα εκφέρωσιν αι Νεράϊδες χωρίς να αποστρέψη το πρόσωπόν του προς τα οποίους άλλως τε αλλοπαίρνεται και καταντά κλίθεος και ουδεμίαν θεραπείαν επιφέρει εξ’ αυτών το ύδωρ. Πιστεύουσιν ότι είναι όντα υπερφυσικής δυνάμεως, εξαισίας καλλονής, λευχειμονούσαι, διενεργούσα βιαίως κι αστραποβόλου κινήσεως, αγαπώσαι των όρχησιν και τα άσματα, εν δη, αγάλλονται και συμπαραλαμβάνουσιν αοράτους πολλούς διαβάτας «ανεροπαρμένους», ους εγκαταλείπουσιν επομένως βεβλαμμένης. Άλε δε άυλος ότε μεν βαίνουσιν επί της γης, ότι δε δι αέρος και ορατά σπανίως ες τοις «αλαφρόστιχους» επιφαίνονται ενίοτε εν μεσονυκτίω παρατείνουσαι των εμφάνισέω των μέχρι Τρίτη φωνή του μαύρου ταπεινού «σαν κράξη το πουλί» και περί την μεσημβρίαν «’ς το λιοπύρι» παρά ποταμέ η λίβει «λευκαίνουσι τα ρούχα των» και κλώθουσι με την αλεκατάν συνοδεύουσι την εργασίαν με την λιγυράν φωνήν των, ότι άφνως στροβιβλίζονται και συνεγείρουσιν άνεμον και κονιορτόν, εφ’ τόσι παρευρεθέντες τη κακή ταύτη ώρα σταυροκοπούμενος εκφωνούντες «μέλι και άλα ‘ς τη στράτα σας» ή αφέριτε και μην επάρετε.» Φοβερόν δε όπλον κατ’ αυτών είναι το σταυροκόπημα, τα πατερημά, κι ο μαύρος πετεινός. Γραΐδια δε τινα επιζώντα δυστυχώς γνωρίζουσι κατά παράδοσιν με ότι θεραπείας νοσούντων παρά τας Νεράϊδας, ούτω φέρουσιν εν τοις σπηλαίοις, εν ος ενδιατώντων τρυβλία μέλιτος και ύδατος, και αυτάν τα ευρεθώσι κατά των επιούσαν κενά καλή οιωνός «έχτησαν» και θα επιδώσουν την υγείαν, άλλως εάν εναπομείνωσι ταύτα ανέπαφα, ή ευρέθωσι διασκορπισμένα, αύται διατηρούν την σκληρότητα και το αμετάθετον αυτών επομένως και το ανίατον της νόσου είναι βέβαιον. [αλεκατάν= ηλακάτη, πατερημά= κομβολόγια, έχτησαν= εξιλεώθησαν]
Τόπος Καταγραφής
ΚάρπαθοςΧρόνος καταγραφής
1893Πηγή
Αρ. 221, 85, Κάρπαθος, Ε. ΜανωλακάκηςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
221, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Λόγια ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΣΤΤίτλος παράδοσης
ΑναράεςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Ο Κότρωνας
‘Στο χωργιό στον Κότρωνα κοντά, που το λένε Παλιόχωρα, ήτανε πολιτεία μεγάλη και το βουνό από πάνου ήτανε παλάτι της βασίλισσας. Η βασίλισσα είχε τρία παιδιά και της ήσαν πεθαμένα. Τα είχε θαμμένα απάνου ‘ς το βουνό. Όταν ήρθανε οι Τούρκοι έφυγε η βασίλισσα από το παλάτι κ’ ευκηθήκανε, αν δεν γυρίσουν πίσω, το παλάτι να γίνη βουνό και τα παιδιά ένα βαγένι φίδια, ένα βαγένι φλωργιά κ’ ένα βαγένι αίμα.... Αθανασόπουλος; Κανάτης; Μάδιας; Πράσσας; Τρανός, Μιχαήλ; Φαρμακίδης