Ο Κότρωνας
‘Στο χωργιό στον Κότρωνα κοντά, που το λένε Παλιόχωρα, ήτανε πολιτεία μεγάλη και το βουνό από πάνου ήτανε παλάτι της βασίλισσας. Η βασίλισσα είχε τρία παιδιά και της ήσαν πεθαμένα. Τα είχε θαμμένα απάνου ‘ς το βουνό. Όταν ήρθανε οι Τούρκοι έφυγε η βασίλισσα από το παλάτι κ’ ευκηθήκανε, αν δεν γυρίσουν πίσω, το παλάτι να γίνη βουνό και τα παιδιά ένα βαγένι φίδια, ένα βαγένι φλωργιά κ’ ένα βαγένι αίμα. Από κάτου από το βουνό ‘ς τη ρίζα είναι μια τρούπα σα φουρνότρουπα κι’ από κεί βγαίνει ένας Αράπης κάθε Άη Γεωργίου πρωί και τα λιχνάει τα φλωργιά. Επέρναγε μια φορά από κάτου από το δρόμο ένας και του είπε να πάρη το ντορβά του μουλαργιού και να πάη από πάνου του είπε. <Θα σου δώσω φλωργιά, αλλά μη λιμάξη η καρδιά σου και να γυρέψης κι’ άλλα, γιατί θα γίνουν κάρβουνα.> Του έρρηξε μια φτυαργιά κι’ αυτός του είπε. <Ρήξε μου άλλα λίγα> κι’ αμέσως γίνανε κάρβουνα. Άλλη μια φορά την ίδια ημέρα του Άη Γεργιού που λίχναγε ο Αράπης τα φλωργιά επήγε μια γυναίκα κ’επέταξε την τσακώνα της απάνου και όσα φλωργιά επλάκωσ’ η τσακώνα τα πήρε. Άλλη ημέρα τα’ Αγιωργού πήγε ένας και του έρρηξε φλωργιά και του είπε να πας ‘ς το σπίτι σου, αλλά να κάμης με τρόπο να σ’ανοίξη η γυναίκα σου χωρίς να ντής μιλήσης και προτού πάρ’ ημέρα. Επήγε κείνος κ’έβανε το μαχαίρι του από την κοττότρουπα για να γνωρίση το μαχαίρι η γυναίκα του και να ντ’ ανοίξη εκείνη έλεγε πως πήγαινε να ντη σφάξη και δεν του άνοιξε. Πήρ’ ημέρα και γίναν τα φλωργιά κάρβουνα. Πρόπερσυ ήρθατε λόρδοι κ’ επαρατηρήσανε απάνω ‘ς το βουνό, και είπανε, ότι είναι άφθονο χρήμα, αλλά είναι δύσκολο για να έβγη. Δεν θέλουνε να σκάψουνε μήπως εβγούνε τα φίδια. Μια φορά ένας από του Ρούβαλη επήγε κ’ έσκαψε ανακατώθηκεν τα φίδια και αμέσως πέταξε το ξινάρι του κ’ έφυγε. Για να πάνε να σπάσουν το βράχο που είναι τα χρήματα, πρέπει να πάνε όλο γέροι, γιατί τους νέους θα ντούς φάνε τα φίδια. Μια φορά παρουσιάστη ‘ς τον ύπνο της καλόγριας από τον Άη Νικόλα η Άγια Κόρη και της είπε <να ήξερε αυτό το χωριδάκι (ο Κότρωνας) να έσκαβε εκεί που το λένε ‘ς την Παλιόχωρα ως ένα μπόι βάθος, θα εύρισκαν πολλά χρήματα> μα δεν είπε όμως και σε ποιο μέρος της Παλιόχωρας. Ο έν λόγω Κότρωνας είναι μικρά κώμη του δήμου Τανίας παρά την όχθην του ποταμού Τάνου κειμένη και περί τα είκοσι λεπτά απέχουσα του Αγίου Νικολάου, πρωτευούσης του δήμου. ‘’Ύπερθεν του Κότρνα υψούται αποτόμως ο ομώνυμος βράχος, ύψους 60 μέτρων, όν η παράδοσις αναφέρει ως παλάτι της βασίλισσας.Τα παρά τους πρόποδας αυτού διατηρούμενα ίχνη παλαιοτέρων οικήσεων έδωκαν, ως φαίνεται, την αφορμήν εις τους περιοίκους να δημιουργήσωσι την ανωτέρω παράδοσιν. Πλήν δε ταύτης οι λογιώτεροι διηγούνται και την εξής, ήν ήκουσα παρά του ογδοηκονταετούς ιατρού κ. Λύκου. <Ο Κότρωνας ήτο κωμόπολις ανθηρά, καθ’ ής επέδραμον πειραταί Αλγερίνοι. Αμοβιβασθέντες είς Άστρος και ακολουθήσαντες τη κοίτη του ποταμού Τάνου ήλθον εν ώρα νυκτός και κατέλαβον τους πλείστους των κατοίκων εντός του ναού τελούντας την Ανάστασιν. Απήγαγον πολλούς εξ’ αυτών αιχμαλώτους διαρπάσαντες και τας οικίας αυτών. Οι διασωθέντες ετράπησαν εις τα παρακείμενα δάση και εν ‘ αυτοίς έκτισαν διεσπαρμένας τας πρώτας αυτών οικήσεις, εξ ών προέκυψαν οι σημεροί συνοικισμοί του Καστρίου,λαβόντος μάλιστα και την επωνυμίαν εκ του κάστρου του Κότρωνα.> Μεταβολήν θησαυρών είς άνθρακας αναφέρουσι και άλλαι επιχωριάζουσαι ενταύθα παραδόσεις ούτω διηγήθη μοι γυνή τις, ότι είδε καθ’ ύπνον ένα άνθρωπο, όστις είπεν είς αυτήν να υπάγη να σκάψη είς την ρίζαν ενός δένδρου και θα εύρη χρήματα, αλλά να μη ανακοινώση τούτο εις άλλον, διότι θα γίνουν κάρβουνα. Το είπεν όμως και εις άλλην γυναίκα, και όταν έσκαψαν εύρον ένα λαγηνάκι κάρβουνα (Βλ. Πολίτου Παραδός. αρ. 404, 405, 420, 409, 471,422 και σ. 1011 ένθα αναφέρονται οι λόγοι της μεταβολής. Εις την παράδοσιν του Κότρωνα ευρίσκομεν τιμωρουμένην την πλεονεξίαν του ζητήσαντος να ρίψη ο Αράπης και άλλα φλωργιά εις τον ντορβάν του.) Ως προς την δοξασίαν περί της κατοχής της προερχομένης εκ της καλύψεως δια του ίδιου ενδύματος (της τσακώνας της γυναικός ενταύθα) βλ. Πολίτου Παραδόσεις σ. 1047. Εξ αυτών ίσως προέκυψαν και αι φράσεις < επλάκωσε τόσα στρέματα τόπο > <επλάκωσε το βουνό ή τον κάμπο ούλον> συνήθεις εν Γορτυνία και Καλαβρύτοις επι των καταλαμβανόντων και καλλιεργούντων αδεσπότους εκτάσεις. Περί των λόρδων λέγουσιν, ότι είναι ξένοι και ‘ς την εποχή που ήρθε ο Τούρκος, οι άλλοι Τούρκοι επαίρναν ότι εύρισκαν κ΄εκείνοι πήραν τα χαρτιά που είχαν γραμμένα οι Έλληνες,που είχαν κρυμμένα χρήματα και τώρα έρχουνται και κυτάνε τα χαρτιά και τα βρίσκουνε. Κατ’άλλην διήγησιν τα χαρτιά αυτά τα φύλαγαν οι Έλληνες και τα έδωκαν ‘ς τον Όθωνα. Όταν έδιωξαν τον Όθωνα, εθύμωσε και τα έδωκε ‘ς τους ξένους και έρχουνται και παίρνουν τα χρήματα. Με αυτά τα χαρτιά του Όθωνα ήρθαν οι λόρδοι ‘ς το χάνι ς΄το Δραγούνι (όρος προς Β. του Καστρίου0 και είπαν του χατζή να ντούς βάλη όξω να κοιμηθούν.Τη νύχτα σηκωθήκανε κ’ εσκάψανε κρυφά ‘ς την πέτρα που είναι κοντά ‘ς το χάνι κ’ ηύρανε από κάτου το θησαυρό, κ’ εφύγανε κρυφά τη νύχτα.
Τόπος Καταγραφής
Αρκαδία, Κυνουρία, ΚαστρίΠηγή
Αθανασόπουλος, Κανάτης, Μάδιας Πράσσας,Τρανός, Φαρμακίδης, Καστρί (Κυνουρία), Λαογραφία, 199, αρ. 1,Τύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΤίτλος παράδοσης
Ο ΚότρωναςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.