Η Νεράϊδες
Τα φαντάσματα των νερών. Πως φαντάζουνται οι Κρητικοί τις Νεράϊδες. Οι νεραϊδοχοροί. Το νεραϊδοφύσημα. Η ιστορία του χωριάτη που χόρεψε με τις Νεράϊδες. Το χρυσό ποτήρι. Η Νεράϊδες και τα μωρά. Γιατί τα πνίγουν. Η μαμή που καταράστηκε τη βατραχίνα. Στο παλάτι της Νεράϊδας κ.τ.λ. Σήμερα που γιορτάζουν και αγιάζουν τα νερά, θα σας διηγηθούμε κάτι για τα φαντάσματα, που βγαίνουν στα ποτάμια τις νύχτες. Αυτά κυρίως είνε η Νεράϊδες. Οι Κρητικοί τις φαντάζονται σαν γυναίκες ντυμένες άσπρα, που βγαίνουν τα μεσάνυχτα όπου είνε νερά, βρύσες, ρυάκια, γυροπόταμα, «κολύμπες», ή στα «διασταύρια του δρόμου», στα σταυροδρόμια. Στα νερά ή πλύνουν τα ρούχα τους η Νεράϊδες ή χορεύουν. Του ανθρώπου που θα τις ιδή και θα μιλήση του παίρνουν τη φωνή. Καμμιά φορά τον φυσούνε και χάνει και το μυαλό του και τότε λέει ο κόσμος: - Αυτός έπαθε από «νεραϊδοφύσημα.» Αν τύχη να πέση ο διαβάτης απάνω στο χορό τους, τον πιάνουνε, τον βάζουν στο χορό κι αυτόν κι αρχίζουν να τον χορεύουν όλη νύχτα, ώσπου να κράξη ο μαύρος «κούκλης» (πετεινός). Ένας χωριάτης μια φορά πήγε να πάρη τα μεσάνυχτα νερό από μια βρύσι. Σ’ ένα σταυροδρόμι όμως είχανε στήσει χορό η Νεράϊδες κι έπεσε απάνω τους χωρίς να το καταλάβη. Τον αρπάζουνε λοιπόν και τον βάζουν στο χορό. Έπειτα άρχισαν να τον κερνούν μ’ ένα χρυσό ποτήρι. Ο πονηρός χωριάτης όλη τη νύχτα δεν μίλησε. Πήρε όμως το χρυσό ποτήρι και το έβαλε κρυφά στην τσέπη του. Σαν άρχισε να φωτίζη η μέρα και να λαλάη κι ο πετεινός από ένα κοντινό χωριό, η Νεράϊδες κόψανε το χορό. Μα μια απ’ αυτές τους είπε: - Μη φοβάστε, είνε ο κόκκινος. Η Νεράϊδες άρχισαν τότε να ξαναχορεύουν. Σε λίγο λαλάει άλλος πετεινός. Αυτός ήταν πειά ο μαύρος κι αμέσως η Νεράϊδες χαθήκανε. Ο χωρικός τότε, όλος χαρά, βγάζει από την τσέπη του το χρύσο ποτήρι να το ιδή. Μα η χαρά του κόπηκε αμέσως. Το χρυσό ποτήρι ήτανε τ’ ανύχι του γαϊδάρου! Επίσης στην Κρήτη πιστεύουνε ότι η Νεράϊδες κλέβουνε τα μωρά παιδιά, από τις κούνιες των μανάδων των, πάνε τα πνίγουν και τα ξαναφερνουνε στην κούνια τους πνιγμένα. Μια φορά μια μαμή έπλυνε σ’ ένα ποτάμι. Άξαφνα πετάχτηκε στα πόδια της μια βατραχίνα γκαστρωμένη. Η γρηά φοβήθηκε και της είπε: - Άδικο να σου λάχη, που μ’ εφόβισες, και να μη γεννήσης ώσπου να έρθω να σου πιάσω το παιδί. Για κακή όμως τύχη της γρηάς η βατραχίνα ήτανε Νεράϊδα και, μια βραδυά, κοντά τα μεσάνυχτα, ακούει χτύπους στην πόρτα της. Βγαίνει έξω και βλέπει ένα χωριάτη, μ’ ένα μουλάρι. – Έλα, κυρά μαμή, της λέει αυτός, να πιάσης το «κοπέλι» γιατί κοιλοπονάει η γυναίκα μου. Καβαλλικεύει στο σαμάρι η μαμή, ανεβαίνει κι εκείνος πισωκάπουλα, της δίνει μια της μούλας κι αυτή αρχινάει να πηδάη βουνά και λαγκάδια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα φαράγγι, κοντά στη ρίζα ενός δέντρου, όπου ξεπέζεψαν. Η γρηά, τρομαγμένη, δεν μίλαγε. Ο χωριάτης χτυπάει τη γη, σχίζεται αυτή στα δύο, και μπαίνουν μέσα σ΄ ένα ώμορφο παλάτι στρωμένο και στολισμένο με μεταξωτά. Εκεί, σ’ ένα πλούσιο κρεββάτι, μια Νεράϊδα κοιλοπονούσε, άσπρη σαν τις αχτίνες του ήλιου. – Α, καϋμένη μαμή, της λέει, μ’ έσκασες ώσπου ναρθής. Μ’ έπιασε η κατάρα, που μούπες στο ποτάμι: να μη γεννήσω όσο νάρθης. Η γρυά μιλιά! Σε λίγο η Νεράϊδα γεννάει μια κολοκύθα! Ο άνθρωπος, ο Νεράϊδος να πούμε, που ήταν χαμένος έως την ώρα εκείνη, να και μπαίνει άξαφνα βαστώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του. Γρήγορα – γρήγορα το σφίγγει στο λαιμό, κρατώντας το απάνω από το γεννημένο κολοκύθι, ώσπου έσταξαν τρεις σταλαγματιές αίμα από τη μύτη του. Αμέσως το κολοκύθι σχίστηκε και βγήκε από μέσα ένα Νεραϊδάκι, «σαν τ’ αστάλαγα τα χιόνια». Η μαμή περιποιήθηκε τη λεχώνα, θέλοντας και μη, κι ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι της. Την άλλη μέρα έμαθε πως πνίξανε η Νεράϊδες το μωρό μιας ανιψιάς της!
dc.contributor.author | Άγνωστος συλλογέας | |
dc.coverage.spatial | Κρήτη | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:09:13Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:09:13Z | |
dc.date.issued | 1930 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295872 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Τα φαντάσματα των νερών. Πως φαντάζουνται οι Κρητικοί τις Νεράϊδες. Οι νεραϊδοχοροί. Το νεραϊδοφύσημα. Η ιστορία του χωριάτη που χόρεψε με τις Νεράϊδες. Το χρυσό ποτήρι. Η Νεράϊδες και τα μωρά. Γιατί τα πνίγουν. Η μαμή που καταράστηκε τη βατραχίνα. Στο παλάτι της Νεράϊδας κ.τ.λ. Σήμερα που γιορτάζουν και αγιάζουν τα νερά, θα σας διηγηθούμε κάτι για τα φαντάσματα, που βγαίνουν στα ποτάμια τις νύχτες. Αυτά κυρίως είνε η Νεράϊδες. Οι Κρητικοί τις φαντάζονται σαν γυναίκες ντυμένες άσπρα, που βγαίνουν τα μεσάνυχτα όπου είνε νερά, βρύσες, ρυάκια, γυροπόταμα, «κολύμπες», ή στα «διασταύρια του δρόμου», στα σταυροδρόμια. Στα νερά ή πλύνουν τα ρούχα τους η Νεράϊδες ή χορεύουν. Του ανθρώπου που θα τις ιδή και θα μιλήση του παίρνουν τη φωνή. Καμμιά φορά τον φυσούνε και χάνει και το μυαλό του και τότε λέει ο κόσμος: - Αυτός έπαθε από «νεραϊδοφύσημα.» Αν τύχη να πέση ο διαβάτης απάνω στο χορό τους, τον πιάνουνε, τον βάζουν στο χορό κι αυτόν κι αρχίζουν να τον χορεύουν όλη νύχτα, ώσπου να κράξη ο μαύρος «κούκλης» (πετεινός). Ένας χωριάτης μια φορά πήγε να πάρη τα μεσάνυχτα νερό από μια βρύσι. Σ’ ένα σταυροδρόμι όμως είχανε στήσει χορό η Νεράϊδες κι έπεσε απάνω τους χωρίς να το καταλάβη. Τον αρπάζουνε λοιπόν και τον βάζουν στο χορό. Έπειτα άρχισαν να τον κερνούν μ’ ένα χρυσό ποτήρι. Ο πονηρός χωριάτης όλη τη νύχτα δεν μίλησε. Πήρε όμως το χρυσό ποτήρι και το έβαλε κρυφά στην τσέπη του. Σαν άρχισε να φωτίζη η μέρα και να λαλάη κι ο πετεινός από ένα κοντινό χωριό, η Νεράϊδες κόψανε το χορό. Μα μια απ’ αυτές τους είπε: - Μη φοβάστε, είνε ο κόκκινος. Η Νεράϊδες άρχισαν τότε να ξαναχορεύουν. Σε λίγο λαλάει άλλος πετεινός. Αυτός ήταν πειά ο μαύρος κι αμέσως η Νεράϊδες χαθήκανε. Ο χωρικός τότε, όλος χαρά, βγάζει από την τσέπη του το χρύσο ποτήρι να το ιδή. Μα η χαρά του κόπηκε αμέσως. Το χρυσό ποτήρι ήτανε τ’ ανύχι του γαϊδάρου! Επίσης στην Κρήτη πιστεύουνε ότι η Νεράϊδες κλέβουνε τα μωρά παιδιά, από τις κούνιες των μανάδων των, πάνε τα πνίγουν και τα ξαναφερνουνε στην κούνια τους πνιγμένα. Μια φορά μια μαμή έπλυνε σ’ ένα ποτάμι. Άξαφνα πετάχτηκε στα πόδια της μια βατραχίνα γκαστρωμένη. Η γρηά φοβήθηκε και της είπε: - Άδικο να σου λάχη, που μ’ εφόβισες, και να μη γεννήσης ώσπου να έρθω να σου πιάσω το παιδί. Για κακή όμως τύχη της γρηάς η βατραχίνα ήτανε Νεράϊδα και, μια βραδυά, κοντά τα μεσάνυχτα, ακούει χτύπους στην πόρτα της. Βγαίνει έξω και βλέπει ένα χωριάτη, μ’ ένα μουλάρι. – Έλα, κυρά μαμή, της λέει αυτός, να πιάσης το «κοπέλι» γιατί κοιλοπονάει η γυναίκα μου. Καβαλλικεύει στο σαμάρι η μαμή, ανεβαίνει κι εκείνος πισωκάπουλα, της δίνει μια της μούλας κι αυτή αρχινάει να πηδάη βουνά και λαγκάδια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα φαράγγι, κοντά στη ρίζα ενός δέντρου, όπου ξεπέζεψαν. Η γρηά, τρομαγμένη, δεν μίλαγε. Ο χωριάτης χτυπάει τη γη, σχίζεται αυτή στα δύο, και μπαίνουν μέσα σ΄ ένα ώμορφο παλάτι στρωμένο και στολισμένο με μεταξωτά. Εκεί, σ’ ένα πλούσιο κρεββάτι, μια Νεράϊδα κοιλοπονούσε, άσπρη σαν τις αχτίνες του ήλιου. – Α, καϋμένη μαμή, της λέει, μ’ έσκασες ώσπου ναρθής. Μ’ έπιασε η κατάρα, που μούπες στο ποτάμι: να μη γεννήσω όσο νάρθης. Η γρυά μιλιά! Σε λίγο η Νεράϊδα γεννάει μια κολοκύθα! Ο άνθρωπος, ο Νεράϊδος να πούμε, που ήταν χαμένος έως την ώρα εκείνη, να και μπαίνει άξαφνα βαστώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του. Γρήγορα – γρήγορα το σφίγγει στο λαιμό, κρατώντας το απάνω από το γεννημένο κολοκύθι, ώσπου έσταξαν τρεις σταλαγματιές αίμα από τη μύτη του. Αμέσως το κολοκύθι σχίστηκε και βγήκε από μέσα ένα Νεραϊδάκι, «σαν τ’ αστάλαγα τα χιόνια». Η μαμή περιποιήθηκε τη λεχώνα, θέλοντας και μη, κι ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι της. Την άλλη μέρα έμαθε πως πνίξανε η Νεράϊδες το μωρό μιας ανιψιάς της! | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄ | |
dc.relation.source | Περιοδ. Μπουκέτο, (Κρήτη), 16 – 1 – 1930, αρ. 302, σελ. 65 | |
dc.relation.sourceindex | Μπουκέτο, 1930 | |
dc.relation.sourcetype | Περιοδικό | |
dc.description.bitstream | D_PAA_04608w, D_PAA_04608w2 | |
dc.subject.legendtitle | Η Νεράϊδες | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΣΤ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 6697802/Κρήτη |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.