Νεράιδες. Στην Κρήτη τις νεράιδες τις λένε «ανεράγδες» ή «ανεράιδες». Σύμφωνα με τα μυθεύματα περί νεράιδων, αυτές ζούνε κοντά στα νερά, ποτάμια, πηγάδια, νερόμυλους. Σε σπήλιους, σε κουφάλες δένδρων. Είναι πολύ όμορφες, χορεύουν τραγουδούν, πλύνουν ρούχα κλπ. Έχουν δε μάλλον κακοποιόν επίδρασιν επί του ανθρώπου. – Άνθρωποι που βλέπουν νεράϊδες μένουν τρελλοί. – Άμα συναντήσης νεράϊδα δεν πρέπει να μιλήσης, γιατί σου παίρνει τη μιλιά, ή παθαίνεις βιστιρά (στραβώνει το στόμα σου, το μάτι σου, κουφαίνεσαι κλπ) – Το σύσηλο του μεσημεργιού να μην περπατής μόνος σου στην εξοχή γιατί μπελογραντίζης απού τσι ανεράϊδες. – Υπάρχουν όμως και οι καλές ανεράϊδες που άμα αγαπήσουν κανένα όμορφο ντελή κανή του μαθαίνουνε να παίζη τη λύρα, και τότες ο λυράρης παίζει τόσονά γλυκειά που «να φυσήξη ο νους τ’ αθρώπου». Έχουνε να πούνε όμως, πως άμα σου μάθη τη λύρα ανεράϊδα, δεν προφθαίνεις να γεράσης, μόνο ποθαίνεις με άδικο θάνατο. Οι ανέραϊδοι είναι τρισχερότεροι γιατί τοσέ ζηλεύγουνε. Πάνε και πειράζουνε τα συνοροπαντρεμμένα αντρόϋνα. Ένας ανέραϊδος ήκανε το τζαγκάρη. Εγύριζε τα χωργιά και μάθαινε ποιοι ήσανε συνοροβλημένοι και πήγαινε τη νύχτα κι ήπνιγε το αντρόϋνο. Την ημέρα πάλι εβιστίριζε τα ντεληκανιδάκια. Μιαν αργαντινή εμέθυσε κι ήθεκε από κάτω από μια συκιά κι ετραγούδιενε: «Απ’ το Χουδέτσι έρχομαι κι είμαι και κουρασμένος» κι έναν αντρόϋνο ‘πνιξα συνοροβλημένο. – Για τις νεράϊδες υπάρχουν πολλοί μύθοι και διηγήσεις. Ο προπάππος μου εκ μητρός εκαυχάτο ότι είδε νεράϊδες, αλλά δεν έπαθε κακό, γιατί είχε απάνω του Αγιοκωσταντινάτο. Τον καιρό που έλεγε ότι τις είδε (1810) η πόλις του Ηρακλείου ήταν τριγυρισμένη εξ ολοκλήρου με το Ενετικόν τείχος που και σήμερα σώζεται, με τη διαφορά πως οι πόρτες του φρουρίου έκλειναν με τη δύση του ηλίου και άνοιγαν πάλι με την Ανατολή. Έλεγε λοιπόν ο προπάππος μου, ότι ήρχετο πεζός από το χωργιό προς το Κάστρο και έτρεχε μάλιστα, να προλάβη ανοιχτές τις πόρτες. Αλλά μάταια έφθασε αργά και ήταν υποχρεωμένος να περάση τη νύχτα έξω από τα τείχη. Η νύχτα ήτανε φεγγαρόλουστη, Αύγουστος μήνας, και ο προπάππος μου νέος, ερωντοχτυπημένος, σωστό ντελή κανιδάκι. Ο ύπνος τον εδάμασε γρήγορα, παρά το φόβο που αισθανότανε, μήπως ξεπροβάλη κανένας Τούρκος ζαφτιές και τον πάη χαπίσι. Σε λιγάκι ένα σιγανό μουρμουρητό τονέ ξύπνησε και είδε κάτι πεντάμορφες κοπέλλες, σαν τα εφτάλαγα χιόνια άσπρες, με χρυσά μαλλιά μακρά ίσαμε τσι αστραγάλους τως, να χορεύγουν και να σιγοτραγουδούνε. Σε κάθε γύρο του χορού έπιναν κρασί από χρυσές κούπες, ίσαμε που ήκραξε ο μαύρος πετεινός. Τότες είπανε όλες μαζύ «άϊ καλά μας είναι». Εφήκανε κατάχαμα τσι χρυσές κούπες και σα να σκίστηκε η γης και τσι κατάπιενε, εγενίκανε άφαντες. Εκείνος φοβισμένος, δεν εμπόργιενε να μετακουνηθή, είπε όμως με το νου ντου πως την ώρα που φέξη, θα γλακήξη να πα πιάση τσι χρυσές κούπες να γενή πλούσος. Με τη σκέψη αυτή δεν κοιμήθηκε καθόλου. Μόλις έφεξε εξεμουδιάσανε τα πόδια ντου και πάει να πιάση τσι κούπες. Ίντα να δη; Αντίς για κούπες: ένας σωρός καβαλίνες. Αν είν’ αλήθεια πιστέψετέ το. – Η θεία μας πάλιν Αναστασία Μανούρα εξ Αγίου Μύρωνος, μας διηγείτο: Μια φορά πηγαίνανε στη στράτα τρεις κόρες. Ήτονε μεσημέρι και πηγαίνανε το γιόμα των αργατώ. Εφορούσανε στο λαιμό από ένα χρυσό Σταυρουλάκι. Μια κοπανιά εκειά που περνούσανε κοντά στο ρυάκι, θωρούνε μάκιες ξαθομαλλούσες και χορεύγανε, και τοσέ φωνιάξανε να πάνε κοντά. Οι τρεις κοπελλιές εφοβηθήκανε και δεν επηγαίνανε. Τότες οι ξαθομαλλούσες τος είπανε: «άχη και να μην εφορούσετε κείνα νε τα Σαυρουλάκια κι ήθελα σασέ δείξωμε πόσα απίδια βάνει ο σάκκος». Είπανε τούτα τα λόγια κι ύστερα ερχίξανε το τραγούδι: «Χόρευγε μωρή καλά, κι απούχει γρα ας πα ρώτα» «Σαν είσαι νηά και κοπελλιά γιάντα μου φαφουτίζεις;» «Μια χαμωλιά καθάριζα να βάψε μάκια φάδια και πέσανε τα δόδια μου και δε μιλώ καθάργια» «Άχη θειά κουρλιά που τάχεις» «Ντοναΐδα και λουλάκι κι άλλον ένα χορταράκι» «Να κατέχαν τα κορίτσια πως τα κάνουν τα μαλλιά». Πριν σταματήσουν οι νεράιδες άρχιξαν να τραγουδούν οι τρεις κοπελλιές κάνοντας και το σημείο του Σταυρού: Στσ’ ουρανούς χορός και σκόλη τον κρατούν οι Αποστόλοι ψάλλουνε και τραγουδούνε κι όλοι μια φωνή λαλούνε. Δώδεκα ‘ναι εις το μέτρος σύρνει το χορό ο Πέτρος όποιος Παναγία κράζει το Χριστό πάντα λογιάζει κι’ όποιος δεν κακολοήση στσ’ ουρανούς θε να νικήση κι όποιος κάνει το Σταυρό ντου άρμαν έχει στο πλευρό ντου κι όποιος κάνει ελεημοσύνη βρίσκει στσ’ ορανούς Ερήνη. Μόλις ετελείωσαν το τραγούδι τους οι κοπέλλες, χάθηκαν οι νεράϊδες.
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1949Πηγή
Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, Συμβολή στά λαογραφικά της Κρήτης, Αθήνα, 1949, σελ. 73 – 75Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΣΤΠαρατηρήσεις
Η 3η σελίδα έχει ψηφιοποιηθεί λάθοςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.