Μια φορά κι ένα καιρό ένας δε πίστευε πως υπήρχαν Καλικάντζιαροι. Μια νύκτα αργά, η ώρα 11 περίπου βγήκε έξω από το χωριό για να δή εάν υπάρχουν Καλικάντζιαροι. Όταν βγήκε έξω του χωριού είδε μια φωτιά μεγάλη κι αμέσως έτρεξε εκεί. Γύρω από τη φωτιά είδε πολλούς ανθρώπους να διακσεδάζουσι πίνοντες κρασί μέσα σε χρυσό ποτύρι. Τους επλησίασε και τον εκέρασαν κρασί. Όταν πήρε το ποτήρι το χρυσό θέλησε να το σταβρώση για να πεισθή εάν πραγματικώς ήσαν ανθρώποι. Διότι αυτός ήξευρε ότι όταν σταβρώσης ένα πράγμα οι Καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Και το χρυσό ποτήρι θα έμεινε δικό του. Αλλά όταν στάβρωσε οι ανθρώποι εξαφανίστηκαν και αντί ποτήρι χρυσό έμεινε στα χέρια του ένα κούφιο νύχι του γαδάρου γεμάτο ούρο. Έτσι επείσθη ότι υπήρχαν Καλικάντζαροι.
Χρόνος καταγραφής
1940Πηγή
Λ. Α. αρ. 2352, σελ. 137, Γεωργ. Ηλιάδου (δια μαθητών), Λευκόνοικον και χωρία Μεσαορίας Κύπρου, 1940Ευρετήριο και είδος πηγής
2352, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT