Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΆγνωστος συλλογέας
dc.coverage.spatialΘεσσαλονίκη
dc.date.accessioned2016-01-15T11:07:08Z
dc.date.available2016-01-15T11:07:08Z
dc.date.issued1936
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/293077
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΠολλοί λίγοι από τους περιπατητάς του πάρκου της Αγίας Παρασκευής ξέρουν την ιστορία του. Το πολύ πολύ να έμαθαν ότι ήταν πρώτα παλαιό τούρκικο νεκροταφείο που το μετέβαλαν σε πάρκο ο κ. Δάσιος με τοε αείμνηστο Δήμαρχο Σούζο. Και όμως η λαϊκή παράδοσις μας διέσωσε πάμπολες αφηγήσεις γεμάτες θρύλους ωραίους. Είναι αλήθεια πως αν δεν σώζονταν η μισογκρεμισμένη κόγχη της παληάς Εκκλησίας κανένας δεν θα υποψιαζόταν καν ότι πατεί σε αρχαιολογικό χώρο. Και με το δίκηο του. Το πράσινο, τα λουλούδια, τα ώμορφα μάτια και τα λυγηρά κορμιά των κοριτσιών της Κομοτινής τραβούν την σκέψη του διαβάτη και δεν τον αφίνουν να προσέξη τίποτε άλλο. Η φύσις και ο έρωτάς με τα θέλγητρά τους τον κρατούν σφιχτά αιχμάλωτο δικό τους. Απ’ αυτόν τον κανόνα ξέφυγα για λίγο εδώ. Όχι γιατί δε μ’ αρέσουν, δεν με συγκινούν τα κορίτσια κι η ωμορφιές του πάρκου, αλλ’ απλούστατα από περιέργεια. Η κολλώνες με τους σταυρούς που φιγουράρουν σαν προπύλαια στο παληό παρεκκλησάκι τράβηξαν την προσοχή μου και για να ικανοποιήσω την περιέργεια μου αποτάνθηκα σε μια σεβάσμια γρηούλα που καθόταν στο διπλανό παγκάκι. Έτυχε να είναι παληά Κομοτηναία. Κολακεύτηκε από το ενδιαφέρον μου και μου απάντησεν ευχαρίστως : - «Ο Τόπος αυτός ήταν παληά εκκλησία. Αυτές η κολώννες με τους σταυρούς είναι βγαλμένες από μέσα από τούτο εδώ το μέρος. Τις βρήκανε παραχωμένες όταν κάνανε την ισοπέδωσι. Άκουσα από την γιαγιά μου πως στα χρόνια της οι Τούρκοι επεχείρησαν να θάψουν αυτού που ήταν κτισμένη η Αγία Παρασκευή μα το πρωί της επομένης βρήκαν τους πεθαμένους πεταγμένους έξω από τον τάφο. Δεν τους δεχόνταν, παιδί μου, το αγιασμένο χώμα. Τους πετούσε έξω. Γι’ αυτό οι Τούρκοι δεν έθαπταν ποτέ μέσα στο τετράγωνο που σχηματίζει ο σημερινός ανθόκηπος του Πάρκου αλλά γύρω - γύρω απ’ αυτό. Θυμούμαι ακόμηοτι στα νειάτα μου τακτικά πηγαίναμε και αναβάαε κεριά επάνω στη μισογκρεμισμένη κόγχη. Μου φαίνεται παράξενο πως οι Τούρκοι μας το επέτρεπαν». «Διηγιούνται, εξηκολούθησεν η γρηούλα, πως εδώ έγινε και ένα θάυμα. Στα πολύ παληά χρόνια της σκλαβιάς αντίκρυ στο Πάρκο ήταν ένας φούρνος που τον κρατούσε ένας φούρναρης από την Ήπειρο. Μια χρονιά αφού σχόλασε η Πρώτη ανάσταση ο φούρναρης γύρισε από την εκκλησία στο φούρνο και κατά τας 3 μετά τα μεσάνυκτα έβαλε να ξανανοιώση τη μαγιά του. Παιδευόταν ακόμα με το ζυμάρι οπότε ακούει να κτυπούν δυνατά την πόρταν. Με τα χέρια ζυμαρωμένα έτρεξε ν’ ανοίξη. Δεν πρόφτασε καλά καλά να ρωτήση ποιοι είναι και τι θέλουν όταν του επετέθησαν καμμιά δεκαριά Τούρκοι, βριζοντάς και σκουντώντας τον διέταξαν να γεμίση τους κουβάδες του με νερό και να πάη να σβύση τις λαμπάβες που έκαιγαν επάνω στο μισογκρεμισμένο τοίχο της παληάς εκκλησίας «Γκιαούρ κάνε γρήγορα γιατί θα σε κάνουμε χίλια κομμάτια. Να μάθης ξανά να προσβάλης την πίστη μας. Πώς τόλμησες, Γκιαούρ, μεσάνυχτα να ανάψης μέσα στο νεκροταφείο μας τις βρωμολαμπάδες σου;». Πραγματικά κάτι πελώριες λαμπάδες φεγγοβολούσαν εξωτικά πάνω στο τοίχο. Ο Φούρναρης μάταια ορκιζόνταν ότι δεν είχε ιδέα, ότι αυτός δεν βγήκε ούτε ένα λεπτό έξω από τον φούρνο του. Τίποτε. Οι Τούρκοι δεν το πίστευαν. Στο τέλος αναγκάστηκε να πάρη δυο κουβάδες νερό και συνοδευόμενος από όλη τη φάρα των Τούρκων πήδησε τον μανδρότοιχο του νεκροταφείου. Όσο πλησίαζαν προς τον μισογκεμισμένο τοίχο τόσο περισσότερο το φώς το λαμπάδων δυνάμωνε. Σιγά σιγά ψιθύρισε μια προσευχή και κάνοντας τον σταυρό του σήκωσε τον κουβά και έχυσε το νερό επάνω στις λαμπάδες. Οι Τούρκοι αφού ψηλάφισαν και είδαν να σβύνουν και τα φυτήλια ακόμα γλυρισαν να φύγουν. Ο καϋμένος ο Φούρναρης πήγαινε εμπρός και ίσω γραμμή τις έτρωγε. Μα δεν πρόφτασαν αν δρασκελίσουν τον μανδρότοιχο οπότε μια λάμψι εκτυφλωτική τους έκανε να στρέψουν το κεφάλι. Ένα φώς δεκαπλάσιο σε έντασι από το πρώτο σκορπιζόταν από αμέτρητες λαμπάδες μπηγμένες στο ίδιο μέρος όπου πρίν μια στιγμή το νερό είχε σβύση τις άλλες. Τρομαγμένος ο κακομοίρης ο φούρναρης θέλησε να φύγη μα τότε ο πιο γέρος από τους Τούρκους χαϊδεύοντας του στον ώμο του είπε : «Μη φοβάσαι, παιδί μου, ησύχασε. Πήγαινε στη δουλειά σου. Είναι φανερό ότι δεν φταίς εσύ. Αυτές είναι Θεού δουλειές!!...». Εκτός από τις λαικές παραδόσεις είχαμε και γραπτές μαρτυρίες. Όταν γινόταν η ισοπέδωση βγήκαν σε φώς πολλά μάρμαρα με μισοσβυσμένες ελληνικές επιγραφές καθώς και παληές τούρκικες επιτύμβιες πλάκες. Κανένας όμως δεν τα έδωσε προσοχή. Αρκέσθηκαν να πάρουν μόνο τις κολώνες με τους σταυρούς. Τα άλλα τα κομμάτιασαν για να κάμουν τα ρείθρα του Πάρκου. Προχθές ο εξυπνότατος φύλαξ του πάρκου μου έλεγε ότι σ’ ένα από αυτά τα μάρμαρα θυμάται ότι ανεγράφετο η χρονολογία 1150 και σ’ έγα άλλο 1245. Τι να ήσαν άραγε; Κρίμα πόσες πληροφορίες θα είχαμεν για την ιστορία του τόπου αν δεν εθριάμβευε και εδώ η ρωμαϊκή αδιαφορία και επιπολαιότης! Για κατακλείδα πρέπει να αναφέρω ότι το καινούργιο παρέκκλησάκι που κτίσθηκε το 1933 αποτελεί μια ακαλαίσθητη παραφωνίαν στο αρμονικό σύνολο του Πάρκου αφήνω που δεν ήταν καμμιά ανάγκη να κτισθή αφού υπήρχε το παληό με την αρχαιολογική του αξία την ανεκτίμητη τον. Μα ουτέως ρυθμός ούτε ως εμφάνισις παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Ενώ θα μπορούσε να γίνη ένα κομψοτέχνημα ρυθμού των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης, που να φιγουράρη σαν στολίδι τέχνης βυζαντινής, κατασκευάστηκε ένα βάναυσο συνονθύλευμα νόθου ρυθμού που ασχημίζει μάλλον την ωραιότητα του άλσους. Χαρακτηριστικόν είναι ότι το ιερόν δεν βλέπει προς Ανατολάς αλλά προς Βορράν. Ας το καμαρώνουν οι ακαλαίσθητοι κατασκευασταί του που χωρίς ντροπή υπερηφανεύονται για το δημιούργημά των. Για μένα μάλλον θα έπρεπε να κρημνισθή και να ανεγερθή καινούργιο αληθινό έργο τέχνης.
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις Ι΄- ΙΕ΄
dc.relation.sourceΕφημ. Μακεδονία, Θεσσαλονίκης, 18 Αυγούστου 1936
dc.relation.sourceindexΜακεδονία, 1936
dc.relation.sourcetypeΕφημερίδα
dc.description.bitstreamD_PAA_01803w
dc.subject.legendtitleΤο πάρκο της Αγίας Παρασκευής της Κομοτηνης
dc.subject.legendΠαράδοση ΙΑ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname734075/Θεσσαλονίκη


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές