dc.contributor.author | Λουκόπουλος, Δημήτριος | |
dc.coverage.spatial | Αιτωλία | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:06:14Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:06:14Z | |
dc.date.issued | 1927 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/291926 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Στον «Κοκκινόβραχο» κάτω που περνάει ο Φειδάρης ήταν από πάντες μια καμάρα, ένα πέτρινο γεφύρι. Οι Τούρκοι όντας ερχόντανε από τον έπαχτο εύρισκαν πρόχειρα και πέραγαν δώθε απ΄ το ποτάμι κι τόρριχναν εδώ στο μοναστήρι ( του Προδρόμου στη Δερβένιστα). Οι καλογέροι είχαν κάθε τόσο και λιγάκι βαρδαρίκια με τους αγάδες. Τον έναν έδιωχναν, ο άλλος ερχόταν. Ο ηγούμενος του μοναστηριού παρατώρισε απ’ το μουσαφιρλίκη, δεν είχε τι να κάμη! Πιάνει τότε κι αυτός κι έκαμε μια δέηση και παρακάλεσε τον Πρόδρομο να λείψουν καμπόσον καιρό οι Τουρκαλάδες απ’ το μοναστήρι, γιατί πάει την κατάστρεψαν την περιουσία του. Εισακούστηκε η δέησή τους. Κι άϊντε, θεούλη μ’, τα Άϊας Κατερίνης το βράδυ (στον καιρό του παππούλη μου) πιάνει ένα ιλέμα!. Έρριξε, έριξξε όσο που έβγαλαν και τα λιθάρια νερό. Κατέβασαν ούλα τα κουτσορεματάκια. Το ποτάμι μην τα ρωτάς τι κατέβασε; Παναγιά βόηθα! Η κατεβασιά τότε έφερε κι έναν θεριακωμένον ξέρακα, ποιος ξέρει από πούθε. Κιαπέ αυτός ο ξέρακας πήε και ρίζωσε στο ριζό στον «Κοκκινόβραχο». Υστερώτερα η κατεβασιά έφερε έφερε ένα σωρό ξύλα, κοτρώνες, κούτσουρα. Τα στοίβασε, τα στοίβασε κι εφκιασε ένα τοίχο. Βούλωσε το ποτάμι. Και το νερό κώλωσε, κώλωσε κατά πίσω! Πελάγωσε. Σκέπασε χωράφια, λογγές, μύλια. Πήδησε μέσα στον κάμπο την Πίνας, τον έπνιξε, τον έκαμε πέλαγο. Πνίγηκαν πράματα, πνίγηκε κόσμος. Δεν απέμεινε τίποτα πανωθέν του. Εδώ κάτω σε τούτον τον κάμπο έπλεε παπόρι. Ύστερα από δύο μέρες έδωσε ο θεός και ξεσταλαμάτησε κι είδαν οι άνθρωποι απού κόσμο. Εκείνος εκεί ο ξέρακας οπού βούλωσε το ποτάμι έκαμε έτσι κάποτε και ξέκοψε κάτω. Τότε ρίχτηκε το νερό τον κατήφορο. Πήρε το λιθαρένιο γιοφύρι που πέραγαν οι Τούρκοι. Έκοψε κι όλα τ΄ άλλα γιοφύρια όσα βρήκε μπροστά του, πήρε ανθρώπους πράματα! Καταστροφή μεγάλη. Κατ’ στο Γαλατά όπου πέφτει το ποτάμι έπνιξε όλον τον κάμπο. Ένα πέλαγο έγινε ποτάμι και θάλασσα. Γιόμισε ο τόπος ψάρια. Άμα το νερό κατέβηκε σιγά μάζωνε ο κόσμος ψάρια κι έφαε μια βδομάδα. Και στον κάμπο της Πίνας τα ίδια έγιναν. Έφαε ο κόσμος ψάρια! Όσα μπόρεσε! ΚΙ από τότε έμεινε να λένε μια θέση «στα Ψάρια). | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις Α΄- Θ΄ | |
dc.relation.source | Αρ. 867, σελ. 595, Αιτωλία, Λουκόπουλος | |
dc.relation.sourceindex | 867 | |
dc.relation.sourcetype | Αρχείο χειρογράφων | |
dc.description.bitstream | D_PAA_00537w, D_PAA_00537w2 | |
dc.informant.name | Σταθόπουλος,Αβαρίκος | |
dc.informant.gender | Άνδρας | |
dc.subject.legend | Παράδοση Γ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 265508/Αιτωλία | |