Παναγία
Κοντά στη Μαρδάχα της Τατάρνας είναι το γεφύρι του Άσπρου. Άλλοτε έχει κι άλλοτε δεν έχει κορπλίκια (Οι φυλάχτρες, τα χείλη του γεφυριού) το γιοφύρι αυτό. Το φτιάχνουν, πάνε οι τσοπάνηδες και τα γκρεμίζουν. Τότε είναι κίνδυνος να πέση κείνος που διαβαίνει στο ποτάμι και να πνιγή. Πολύ περισσότερο ένα ζώο φορτωμένο. Ξαγλιστράει ξεκόβει, δε βρίσκει τις φυλάχτρες, πάει κάτω. Μια φορά έφερναν έναν παλαβό, Ρήγα τον έλεγαν, δεμένον στο μοναστήρι της Τατάρνας για να τον γιατρέψη η Παναγία. Όντας ανέβηκε στο γιοφύρι για να περάση από πέρα και νάρθη δώθε ο παλαβός – το γεφύρι δεν είχε κορπλίκια – είδε κάτω το νερό, βάνει δύναμη και ξεφεύγει απ’ τα χέρια κείνων που κρατούσαν την αλυσίδα. Έπεσε στο ποτάμι κάτω. Το ύψος του γεφυριού είναι όσο βλέπει το μάτι και το ποτάμι θάλασσα. Όλοι είπαν : πάει τώρα πνίγηκε. Μόλα ταύτα πήγαν παρακάτω όπου τον έσυρε το ποτάμι, ηύραν κάποιον πόρο, μπήκαν μέσα και τον έβγαλαν. Τον κρέμασαν με κάτω κεφάλι, ξέρασε το νερό που ήπιε και γέρεψε. Θάμα της Παναγίας ήταν αυτό. Τον γέρεψε.
Τόπος Καταγραφής
Αιτωλία, ΆγραφαΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 916, σελ. 508, Άγραφα Αιτωλία, ΛουκόπουλοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
916, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT