Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-221 από 221
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Είχα του πιδί μ' κ' είχα d' ζουή μ' έψηνα τα πένd' αυγά κ' έτρουγα τα τέσσιρα κι απου τ' άλλου του μ 'bσο
(1915)
Ερμηνεία: Επί εγωϊστών μη δισταζόντων και τα ίδια τέκνα να εκμεταλλευθώσιν χάριν της ατομικής των ευζωϊας
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
, ο bαbάς σου; Λέει ο Δεσπότης. Λέει: Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα. ασκηστής = ασκητής, dίοτα = να πουν κάτι, κιού κιού κιού = με το πες πες, Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα = απο...
Έσ'εις Τούρκοφ φίλον; κράτε που(1) τηδ δεξιά σ' ξύλον
(1923)
(1)Από...
Τούρκος γεφύριν τσ' άγ γενή, που (1) πάνω του μέρ ρέξης(2)
(1923)
(1)Από
(2)Μη περάσεις...
Ο Τούρκος σε(1) κάνει τον φίλο αν είσαι πλούσιος
(1923)
(1) Διαλεκτισμοί της Δυτικής Μακεδονίας
Εις την εβδόμην παροιμίαν αποκαλύπτει ο ελληνικός λαός ότι η φιλοχρηματία είναι το ελατήριον της προσπεποιημένης φιλίας του δολίου Τούρκου....
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Ο Τούρκος άμα σου(1) ίδη καλό πράμα, το κρατεί και σου λέγει "Έ! τώρα τούρκεψε(2)"
(1923)
(2) Εχάθη. Πόσον υπενθυμίζει η παροιμία τας διαρπαγάς των ανταξίων μαθητών των Τούρκων Βούλγαρων, οίτινες εδικαιολόγουν την κατακράτησιν πολυτελών επίπλων των Ελλήνων της Ανατ. Μακεδονίας λέγοντας ότι ό,τι έθιξαν βασιλικαί ...