Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 10
Ζέφκι αγάς, στα κόπρια (Βεν. Παρ. 91 Ζ 9)
(1923)
Ζέφκι=η λέξις τουρκική, σημαίνουσα διασκέδασις, απόλαυσις
Σύψουμα κι χωρίς χάκ' κι τσιρβούλια απού d' αράχ'
(1926)
Παροιμιώδης φράσις σημαίνουσα εργασίαν καθ' ην ο κύριος ούτε τρέφει, ούτε μισθοδοτεί τον εργαζόμενον και εις επίμετρον υποδύεται με το δέρμα της ράχεως του εργαζόμενου.
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Έσ'εις Τούρκοφ φίλον; κράτε που(1) τηδ δεξιά σ' ξύλον
(1923)
(1)Από...
Τούρκος γεφύριν τσ' άγ γενή, που (1) πάνω του μέρ ρέξης(2)
(1923)
(1)Από
(2)Μη περάσεις...
Ο Τούρκος σε(1) κάνει τον φίλο αν είσαι πλούσιος
(1923)
(1) Διαλεκτισμοί της Δυτικής Μακεδονίας
Εις την εβδόμην παροιμίαν αποκαλύπτει ο ελληνικός λαός ότι η φιλοχρηματία είναι το ελατήριον της προσπεποιημένης φιλίας του δολίου Τούρκου....
Ο Τούρκος άμα σου(1) ίδη καλό πράμα, το κρατεί και σου λέγει "Έ! τώρα τούρκεψε(2)"
(1923)
(2) Εχάθη. Πόσον υπενθυμίζει η παροιμία τας διαρπαγάς των ανταξίων μαθητών των Τούρκων Βούλγαρων, οίτινες εδικαιολόγουν την κατακράτησιν πολυτελών επίπλων των Ελλήνων της Ανατ. Μακεδονίας λέγοντας ότι ό,τι έθιξαν βασιλικαί ...