Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-290 από 290
Και με του μποντικού το κατουρημα πληθαίνει η θάλασσα
Φασούλλι το φασούλλι γεμίζει το σακκούλλι
Το σκουντί από μιτάτο κι άνθρωπο από γεννιά
(1920)
Σκουντί = Σκύλος, σκυλί, Μιτάτο = Ποίμνιο στα ένθα αμέλγονται τα πρόβατα και κατασκευάζεται ο τύρος (λ.Λατ)
Τουν δεν πείθει λόγους πέφτ' η δάβρους
Δάβρος = ράβδος
Έγινε το ανάστα ο Θεός
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν αναστατώσεως εκ μεταφοράς από της χαράς, ήτοι εκδηλούνται την ημέραν της Αναστάσεως, όταν ο ιερέας αναφωνή το “Αναστ αο Θεός κρίνον την γήν κλπ”
Δε με γαμείς εσύ, μόνο 'κειοσέ που 'ναι 'πο πάνω μου
(1925)
Ένας αφαρδακός (βάτραχος) εκαβαλίκεψε ένα λαγό και τον γαμείν. Ο λαγός είδε να πετά από πάνω του ένα γεράκι και τότε είπε στον αφαρδακό την φράση ταύτην. Πρβλ. Το του Αίσωπ. Μύθου “ου συ με λοιβρείς, αλλ' ο τόπος”
Βαστά από τα σύκα ως τα σταφύλιαν
(1892)
Ερμηνεία: Θα διαρκέση τόσον χρόνον όσος μεσολαβεί από της εποχής των συκών μέχρι της των σταφυλών και επειδή ταύτα είναι σύγχρονα προϊόντα, ήτοι δεν δεν μεσολαβεί χρόνος, έπεται, οτι το περί ου πρόκειται αντικείμενον δεν ...
Αν είναι ρόδο, θ' ανθίση
(1892)
Ερμηνεία: Επί οιαδήποτε φήμης, εκ μετάφ. Από των ρόδων, τα οποία αφεύκτης ανθίζουν όταν φτάση η εποχή των
Όσες χτυπούν το πέταλο ανυφαντούδες είναι
(1914)
Πέταλο του εργαστηρίου, πεταλιά: το κτύπημα του πετάλου κατά την ύφανσιν
Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει, Γιάννης μεθεί
(1892)
Ερμηνεία: Φέρει εις περίπτωσιν, καθ'ην αυτός ο εκτελών
Εγώοι μας! Των απάντρευτω ζωή τηνε παιρνούμε! Κρομμύδια και πασταίς εληαίς, ψωμάκι οντε το βρούμε!
(1893)
Εγώοι μου επιφωνήματα λύπης και κλαθμού συνηθέστερον παρά του Κρήτας
Επήρε ο Θεός τον άγιον του
(1919)
Ερμηνεία: απεκοιμήθη
Θέλει κανείς ν' αγιάση μα δεν αφίνουν οι διαόλοι
(1892)
Ερμηνεία: Δηλοί τον βαθμόν της επιδράσεως της επί κακώ παρακινήσεως
Τσι μεγάλες αποκρές κουζουλαίνουννται κι' οι γρες
(1949)
Το ρήτο δηλοί πόσο χαρούμενα γιορτάζονται στην Κρήτη οι αποκρηές
Έλα και σύ κοπρίτη – που δα την αφήσω 'γώ την Κρήτη!
(1888)
Κοπρίτης= σπουργίτης, στρουθίου. Έκ του κόπρος η αναζητών την τροφήν του εις μέρη πλήρη ακαθαρσιών των αυλών και των στάβλων
Δεν το βάφω
(1892)
Ερμηνεία: Επειδή εις ένδειξιν πένθους βάφουν μαύρα τα φέσια εκ μεταφ. φέρ. ή φ. εις, δηλαδή, οτι ουδόλως θα σενοχωρηθώ ουδέ λυπούμαι δια την δείνα περίπτωσιν. Περιφρονιτικώς
Έκατσε σαν την αποζυμώστρα
(1892)
Ερμηνεία : Αποζυμώτρα λέγεται η οικοκυρά όταν αποζυμώση και καθίση ν' αναπαυθή
Στον ουρανό σ' εγύρευα και στη γη σ' ηύρηκα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί ανελπίστου συναντήσεως
Κατά που θωρώ τη φλάσκα μηδ' εφέτος Λαμπρή μηδέ του καιρού Πάσκα
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η θάλασσα στην ανυδριά γλυκειά ναι σαν το μέλι
(1930)
Γεράνι
Απίδια με περικαλούν κι αχλάδια θε να φάω αγάδες κι αγαδόπουλα και σένα θε να πάρω;
(1930)
Απίδια – αχλάδια. Σέλινο
Αντρογεμίσματα, κι ας είναι και βάτου τρούλες!
(1920)
Τρούλες = αι κορυφαί του βάτου
Αν τον μυριστής θα πέσ' η μύτη σου
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν βαθμού της ταυτότητός τους
Άρον , άρον σταύρωσον αυτόν
(1914)
Σαν τούμαθε ο νοικοκύρς μου θύμωσε άρατα πύλατα, επι μεγάλου θυμού
Γροίκα πολλά και λέγε λίγα
(1930)
Γύρευε πολλά να βρης λίγα
(1930)
Αν μπαίνης και σύ με τους ανθρώπους, χαρά στον κόσμο!
(1926)
Λέγεται προς στεερούμενον ανθρωπισμού
Από τα σύκα ως τα σταφύλια
(1920)
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει
(1896)
Ανάλογος τη των παλιαών : “Άκαιρος πρόξενος εις εαυτόν αφορά”. Ζηνόδοτ. Και Διογέν.
Άκαιρος πρόξενος εις εαυτόν αφορά
(1893)
Αναλόγως τη των παλαιών. Ζηνόδοτ. Και Διογέν.
Σαν είν' από γενιά άνθρωπος κι από μεγάλη σκλέτη, ούλο το βίο σου ξόδιαζε και κάνε του ραέτι
(1936)
Σημείωση : Συνήθως διαλέγουν το έτερον ήμισυ να είναι από οικογένεια. Κρήτης
Αντρογεμίσματα, κι ας είναι και βατότρουλες!
(1949)
Η γυναίκα είναι ανίσχυρη
Ήκατσεν σαν την αποζυμώτρα
(1949)
Επί ατόμων τα οποία αδρανούν, ενώ έχουν πολλά να κάμουν
Θεέ μου, μη δώσης στην ψυχή του ανθρώπου τα όσα μπορεί να βαστάξη
(1936)
Εν άρθρω Ν. Καζαντζάκη, “Τι είδα, 40 ημέρες εις την Ισπανίαν”
Το στάρι κάνει νισεστέ και το κριθάρι πίττα
(1930)
Αναγυριστικά μιλώ κι΄αν έχεις νού το γροίκα
Δεν τα βγάνει στ' ανοιχτά
(1892)
Ερμηνεία: Επί ανίκανων να φέρωσιν εις πέρας υπόθεσιν επιχείρησιν
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν