Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134401-134500 από 134917
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ...
Ξέρει ή κάκω μοναχή της. Είτε αυγά και τυρί με βούτυρο θα τηγανίση, είτε κότα θα σφάξη και πήτα θα μας φτείαξη
(1963)
Κάποτε η παροιμία αυτή προφέρεται και λειψή : Ξέρει ή κάκω μοναχή της. Κάκω αποκαλείται στα χωριά των γκραίκων (ελλών – Σελλών – Ελλήνων) η θεία και κατ' επέκτασιν κάθε σεβαστή κυρία.
Άνθρωπος οχ του λόγου του ατός του πάλι ατός του κάνει κακό του λόγου του θιαμαίνεται κι ατός του
(1902)
Ερμηνεία: Εκ παραμυθιά λέγεται και είναι Μωαμεθανικής προελεύσεως υποδεικνύει δε οτι έκαστος μόνος του παρασκευάζει τα της τύχη του . Τοιάυτα γνωνμικά έχουσι πλείστα οι Μωαμεθανοί ενταύθα εκ τα θρησκευτικης υπόθεσεως ...
Καλώς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα τα βρεμένα τες Σήκωσες τες πηλωτές τ' αμπάρκα γεμωσμένα
(1945)
Η παραγωγή των σιτηρών προβλέπεται αρκετά επιτυχημένη σαν τύχη και δε βρέξη κατά τα Χριστούγεννα, βρέξη όμως κατά τα Θεοφάνεια και τις Αποκρηές
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)
Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί
Αναβάστα γρά το γέρο να τον έχωμε το θέρος, κι' απής αποθερίσωμε, θένά τόνε τσουρήσωμε
(1920)
Αναβατώ=υποβοηθώ δια των χειρών, ανακουφίζω, Τσουρώ=κατρακυλώ, κυλινδώ
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Γειά νάχη που μ' ανάβαλε γλυκά που με θυμήθητσαί κουφαμός που μ' άκουτσε τσαί δεν απηλογήθη
(1908)
Τούτο λέγει ο πτερνιζόμενος, όταν ουδείς των παρισταμένων αντιφωνή το “γειά σου”. Κατά δημώδη δοξασίαν ο πταρμός δηλοί ότι μηνμονεύει του πτερνιζομένου ευμενή τις αυτή υπό νυγμού της φάρρυγος, λέγει δ' ο βήσσαν “ποιός τάχα ...
Απ' ακοής αλέθ' ο μύλος
(1920)
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον. Έστω π.χ. Ότι είναι ένας καθηγητής σ' ένα σκολειό, εσωσένε μιά φορά να βγάλη όνομα καλό, ότι Δηλαδή: είναι καλός καθηγητής, έτσι πια θα πάη το βίος του, Δηλαδή: από τον ένα στον άλλο ...
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα
(1929)
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθερν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς ...
Τον ταμιρτσήν (ή τεμιρστήν) με το ξυλομάκελλον έθαψαν
(1931)
Τον σιδηρουργό με την ξύλινη τσάπα τον έθαψαν
Καλώς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα τα βρεμένα τες Σήκωσες τες πηλωτές τ' αλώνια σπιλασμένα
(1945)
Η παραγωγή των σιτηρών προβλέπεται αρκετά επιτυχημένη σαν τύχη και δε βρέξη κατά τα Χριστούγεννα, βρέξη όμως κατά τα Θεοφάνεια και τις Αποκρηές
Σκατά στη μούρη σου και το νερό στη bόλη
(1963)
Λέγεται περιφρονητικώς
Έπιασα έναν Τούρκο. - Φέρ' τον κάτω. - Τον φέρνω, μα δεν έρχεται. - Ας τον κι' έλα μοναχός. - Τον αφίνω, μα δεν μ' αφίνει
(1923)
Παραλλαγαί αυτής αντί της λέξεως Τούρκος έχουν την λέξιν κλέφτης, ερμηνεία: η πέμπτη φιλοπαιγμόνως πως δηλοί ότι όχι μόνον είναι κακός ο Τούρκος, αλλά και επ' αυτοφώρω συλλαμβανόμενος άδικων απειλεί τον αδικηθέντα
Τα λώμματα τ' ετίμεσαν, ο κύρ' κ' η μάννα κ' ετίμεσαν
(1939)
Την τιμή που δώσαν τα ρούχα, δεν την έδωσαν ούτε οι γονιοί
Βαρείς μαστόρισσα; αν δώης γάλα κι τ'ς μάννας μ'
(1939)
Επί φιλονεικία και έριδος περί μελλόντων πραγμάτων και αδυνάτων λεγομένη. Εμορφώθη από κάποιο ανέκδοτον, καθ' ο Αθίγγανος των επιθυμιών να γίνη κάτοχος στοβάτων και φαντζόμενος ότι ήδη κατείχεν αυτά, παρώτρυνε την σύζυγόν ...
Πρώτον βούκαν π΄ έρπαξεν και μικρός π΄ εγυναίκιξεν καμμίαν ΄κ΄ εκομπώθεν
(1931)
Όποιος άραπξε την πρώτην μπουκιά κι όποιος παντρεύτηκε μικρός ποτέ δε γελάστηκε. Κερ. Ο προλαβών να φάγη δεν διατρέχει τον κίνδυνον να μείνει νήστις, αν το φαγεί δεν αρκέση εις όλους και ο νυμφευθείς μικρός θα έχη μεγάλα ...
Την κάταν είπαν άτεν το σκατό σ' μούσκον εν κ' εκείνε πα εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν άτο
(1931)
Είπαν 'ς τη γάτα η ακαθαρσία σου είναι μόσκος, κ' εκείνη έσκαψε και την έχωσε
Λέγουν “το έθιμον νικάει τον νόμο”
(1955)
Κάποτε τελευταίως ένας του συμπεθεριού της νύφης κατώρθωσε χωρίς να γίνη αντιληπτός να πλησιάση στο σπίτι του γαμπρού και να αρπάξη από το φούρνο τα ψητά κρέατα και να τα υπάγη στο σπίτι της νύφης και να τα φάνε. Η προσβολή ...
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)
Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα
Να ταν η θάλασσα κρασί κι του καράβι κούπα η Μαρμαράς χλωρό τυρί κι η κάbος όλος πίττα
(1939)
Την έλεγαν οι αγωγιάται και οι αμπελουργοί, όταν ανερχόμενος εις τα βουνά, έβλεπον ολόκληρον την πεδιάδα της Θράκης, αφ' ενός και αφ' ετέρου την Προποντίδα με τον Μαρμαράν
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)
Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ...
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)
Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Να μη θεωθή το νερό, τζο κατινώνει
(1951)
Αν δεν θολωθεί το νερό, δεν καθαρίζειΑ
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)
Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)
Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ
Ενεννήντ' εννέα κι' άλλ' έναν εκατόν
(1939)
Λέγεται μέ κάποια αποφασιστική χειρονομία γιά νέα θυσία στήν οποία υποβάλλεται κανείς ύστερα από πολλές άλλες, ή καί συγαταβατικά γιά ανοχή καί συγχώρηση καινούριου λάθους ή σφάλματος ή στραπάτσου ανοικονόμητου ανθρώπου. ...
Κι θα έρχουσνε, σύντεκνε, κι ας τ΄έρθες πα, καλώς όρισες ή καθ΄κα ας τρώγομε
(1939)
Ερμηνεία: Λέγεται με κάποιο στωικισμό σε ατυχήματα που μας συμβαίνουν, για να συστήσουν υπομονή κ΄εγκαρτέρηση, ή όταν περιμένουν αγόρι και γεννιέται κορίτσι
Κι θέλ' άτον κι παίρν' άτον, κυλίξ' τ' άτον ας έρται
(1939)
Δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω, κυλάτε τον κ' ας έρθει
Εσκότωσαν ένα βλάχο στην πούτσα μου το γράφω
Η παροιμία έχει την εξής ιστορίαν : Υπήρχε κακούργος, οι πάντες εφοβούντο και ουδείς ετόλμα να τον βλάψη ή να τον φοβίση. Ιερεύς τις σεβάσμιος και του κόσμου έμπειρος ανέλαβε να σώση την κοινωνίαν από τοιούτον τέρατος δια ...
Ο άντρας μπάζη με το σακκί κ΄ η γυναίκα να βγάνη με το βελόνι, το σπίτι δε μπορεί να γδή προκοπή.
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Άλλα είν' τάλλα κι άλλο τσή Μεγάλης Παρασκευής το γάλα
(1917)
Διηγούνται ότι ένας καλόγηρος τιμωρηθείς από τ΄΄ον αρχιεπίσκοπο διότη έφαγε κρέας τή σαρακοστή, είδε κατόπιν αυτόν να πίνη γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή και ηρώτησε άν και αυτόδεν είναι αμαρτία. Ο πανιερώτατος μή έχων πώς να ...
Τον αποψινό σου θυμό αφινέ τονε 'ιαύριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μή dήν αφίνης
(1963)
Δηλαδή το θυμό μας πρέπει να τον συγκρατούμε, γιατί θά μάς περάση σιγά – σιγά κι' είναι αυτό καλό, τή δουλειά μας όμως να μήν την αναβάλλωμε, γιατί μένει πίσω κι' είναι κακό
Τη δουλειά δέ bρέπει να την αφίνης να σε κυνηά, μόνου να τή gυνηάς εσύ
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει ν' αφίνης εκκρεμείς δουλειές, ώστε να μή μπορής στό τέλος να τις προφτάσης
Τσ' ελιάς τό φύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή
(1963)
Π.χ. “Ιά 'να τώρα πού νάχη καλές δουλειές καί νά ξεπέση, λέει, δέ βαριέσαι! Δέ χάνουdαι dέθοιοι άθρώποι. Ένας λόος λέει “Τσ' ελιάς τό δύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή”. Θένα = θά, ιά 'να = γιά ένα
Έκαμεν της Λαμπρής της το γέλοιο
(1937)
Εις την Δύσιν τον Μεσαίωνα και μέχρι του 18ου ακόμη αιώνος υπήρχε το έθιμον του “Πασχαλείου γέλωτος” (Risus paschalis). Οι Ιεροκύρηκες δηλονότι από σκοπού, κατά το πασχάλειόν των κήρυγμα προεκαλούν τον γέλωτα των ακροατών, ...
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε, χέτς τζο βρόν'τσε πάνου σου;
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε, καθόλου δε βρόντησε απο πάνου σου;Τ
Ο αδερφός μου είναι αδερφός μου ας τον χαρεί η γυναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Αδεφόζ μ' εν 'δεφόζ μου ς τα χαρεί η ναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Η μά σου, σου να 'εννάνκε σένα, να 'ένντσε α θάλι ήτουν gαό
(1951)
Η μάνα σου, αντίς να γεννούσε εσένα, θα 'ταν καλύτερο να γεννούσε μιά πέτραΣ
Γούλες οι πίκρες, πίκρες, και τ΄αdρού μ ο θάνατος
(1941)
Επί των αδιαφορούντων δια τας συμφοράς των συγγενών του και επί πραγμάτων τα οποία μας είναι αδιάφορα. Υπόκειται ο μύθος ότι: Μια βολά ψόφησε η αγελάδα μιανής γιναίκας, ύσταρα χαλάσανα τα σκλήκια τς, και η κλώκα τς κλούβιασε ...
Αρ να 'υρεύ' να γαλτζέπ' αβγό, να γαλτζέπ' ά ζόρι άβγο, του 'ά φα την dαή να νάνι χαλάλι
(1951)
Αν τύχει και θέλεις να καβαλικέψεις άλογο, να καβαλικέψεις ένα καλό άλογο. Την ταή που θα φάει να την αξίζει
Ο ακριβός έν να τα πάρη μαζί του
(1940)
Ο φιλάργυρος παρά το βραχύ και την ματαιότητα του βίου θησαυρίζει. Το πάθος τούτο εμυθόπλασεν ο λαός. Φέρεται είς παραμύθια ότι οι φιλάργυροι ηξίωσαν να ταφώσι μετ' αυτών τα χρήματά των. Συνετάφησαν κάποτε και δυο σακούλια ...
Εκάεν υλέε, κ' είνας μάννα π' εγέννεσεν οφίδ' είπεν 'ναηλί εμέν, θα καίεται τ' οφίδ' μ'
(1929)
Κάηκε το δάσος και μια μάννα που γέννησε φίδι είπε: ''αλίμονό μου, θα καή το φίδι μου''
Εκυλίεν ο γάϊδαρον κ' εξύαν τα κοκκία, ο γέρος κλαίει το γάϊδαρον κ' η γραία τα κοκκία
(1929)
Κατρακύλισε ο γάϊδαρος και σκόρπισε το σιτάρι, ο γέρος το γάϊδαρο κ' η γριά το σιτάρι
Όποιος τα λόια σου γροικά και τσ' όρκοι σου πιστεύγει, πιάνει στη θάλασσα λαοί και στη στεργιά ψαρεύγει
(1963)
Γροικά = ακούει, αποδέχεται
Όμοιος τον όμοιο πρέπει να κάμη ταίρι, κι όχι ο μαύρος κόρακας το άσπρο bεριστέρι
(1963)
Δηλαδή το αντρόγυνο πρέπει να είναι ταιριαστό
Ο κλέφτης οντέ δε δα βρη πράμα να κλέψη, βγάνει το σκούφο ντου, και τονε βάνει στην αμασκάλη ντου
(1949)
Για να καταδείξη πόσο το ελάττωμα της κλοπής είναι βαθύ
Μή gλαίς ποτές ακάμωτη δουλειά, μά έχεις καιρό να τή gλάψης, σά 'ενή
(1963)
Ενή = όταν γίνη. Δηλ δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε προκαταβολικώς γιά κακό, πού μπορεί και να μή γίνη
Τσ' ώμορφης, δος τση ριζικό, μα η γι άσχημη βαστά το, 'ς το έμβα της, 'ς το έβγα της, 'ς τη φτέρνα τσ' αποκάτω
(1893)
Μη κρίνων ορών το κάλλος, αλλά τον τρόπον
Κάποιον από τους δυό θα πάρη ο διάβολος!
(1910)
Μύθος: Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς και ο ένας ήτανε περιβολάρης και ο άλλος κεραμιδάς. Μια ημέρα, επήγανε και οι δύο στο πεθερό της για επίσκεψι και εκείνος τους ερώτησε πώς περνάνε. Ο περιβολάρης του είπε: Αν δε βρέξη, ...
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Το μισημέρι 'γώ τζο πορώ νdα βρώ, τσαι συ 'ρεύ νdα βρείς σκοτεινά;
(1951)
Το μεσημέρι εγώ δε μπορώ να το βρώ, και συ γυρεύεις να το βρείς στα σκοτεινά;
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
Τα ποίο σου λαχτύλι α κόπ' τσαι τζο α αντζέπ;
(1951)
Ποιό σου δάχτυλο θα κόψεις και δε θα πονέσης. Το λέει π.χ. μια μάνα, που θέλει να δείξει πως αγαπάει το ίδιο όλα τα παιδιά της
Το Χαλάπι να 'ν' ατσεί, η αγκώνα εν' αδά
(1951)
Το Χαλέπι αν είν' εκεί, ο αγκώνας (Πήχυς). Είν' εδώ. Κατί σαν το “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα”. Κάποιος καυχήθηκε πως στο Χαλέπι που πήγε έκαμε ή είδε το και το. Αυτοί που τον άκουαν, τούδωκαν την απάντησην. Του είπαν ...
Ο φσόντυος σου 'κόμη σο ζύν τζο μbή, να μbείς σο ζεύgον 'bουκάτου, α ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί
(1951)
Ο σβέρκος σου ακόμα δε μπήκε στο ζυγό, να μπείς κάτου απ' το ζυγό και θα δείς του τραχήλού σου τη λακκούβα
Το ζουνάρι μας ποίτσεν dα ς το ραφίδι
(1951)
Το ζωνάρι μας το κάμε από τριχιά
Στης γυναίκας το πράμα σκόρδους τσ΄ αντζινάρες να φυτεύγης
(1934)
Εις τα κτήματα της γυναικός μόνον φυτά μονοετή (σκόρδον, αγκινάρα) δέον να φυτεύωνται. Η έννοια της παροιμίας είναι καταληπτή μόνον εις τους γινώσκοντας τα νομικά έθιμα της Καρπάθου, καθ΄ α η περιουσία της συζύγου παραδίδεται ...
Ποταμός κατεβασμένος, βίλλος καυλωμένος, ξέρει αν έση Χατζημπακάν η χώρα;
(1940)
Κάποιος επιχειρήσας βιασμόν ετιμωρήθη αυστηρώς. Ερωτηθείς πως διέπραξε το έγκλημα κυβερνώντας του Χατζημπακά αγά, αμειλίκτου τιμωρού των κακοποιών, απήντησεν ως άνω. Ο Hagi Abdul Bagi aga κατά τον Κυπριανόν Χατζαπτούλ ...
Αν κάμη ο Απρίλης θκυό νερά τζι ο Μάρτης άλλο ένα, χαρά στονε τον γεωργό πόσιει πολλά σπαρμένα
(1958)
Αυτό σημαίνει ότι αν βρέξη ο Απρίλης και ο Μάρτιος τότε θα είναι χαρά στον γεωργόν, διότι θα ευδοκιμήσουν τα σπαρμένα, Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό “Άγιος Γεώργιος” στην επαρχία Κυρηνείας
Άνdρα μ' γουρούνι, γάδαρε και τι να πρωτοκλάψω
(1940)
Ειρωνικά για τον αχαΐρευτο σύζυγο ή για τη χήρα που δε λυπήθηκε πολύ
Ποιός στόβγαλε το μάτι; Ο αδερφός μου. Γιαυτό στόβγαλε τόσο βαθειά
(1958)
Η συνάφεια είναι η αιτία που φέρνει την αγάπη αλλά και το βαθύ μίσος, το δε αδελφικόν μίσος, έχον συν τοις άλλοις ως αιτίαν την αντιζηλίαν σια την άδικον πατρικήν ή μητρικήν διάκρισιν μεταξύ των τέκνων και τας κληρονομικάς ...
Ο κερατάς, τα κέρατα σαν έbουνε στ' αφτιά dου, μέλι και 'άλα 'ίνεται με τη νοικοκιουρά dου
(1963)
Λέγεται όταν απατημένος σύζυγος βρίσκεται σε αρμονικές σχέσεις με τη γυναίκα του
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα καθούdα gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Άλλα 'dά μάθια του λαού κι' άλλα 'τζη κουκουμάβλας κι' άλλα 'dοθ 'εροdόβουδου κι' άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1963)
Δηλ. υπάρχει τεραστία διαφορά μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, εργασίας κ.τ.λ. του λαού = του λαγού, κουκουμάβλας = κουκουβάγιας, 'εροdόβουδου = γέρικου βοδιού, αελάδας = γελάδας
Άλλα 'dά μάθια τζη Ιαλλούς κι' άλλα τζη κουκουβάιας κι' άλλα 'dου 'εροdόβουδου κι' άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1963)
Ιαλλούς = της Γιλλούς
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
(1951)
Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό
Σο μον dο κατζί τιν τζο κρούς, σου γαιριδιού το κατζί τιν κρούς
(1951)
Στο δικό μου λόγο αυτί δε βάζεις, στου γαιδουριού το λόγο βάζεις
Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λέ 'τι: Να κορϊένουνε αυτέν' μου τσαί τα μαχτσούμε του, να ταντήσω 'ς τα σέρε τουνε
(1951)
Η γάτα παρακαλεί το Θεό, λέει: Να στραβωθούνε ο αφέντης μου και τα παιδιά του, ν' αρπάξω από τα χέρια τους
Η κάτα πουά τον αυτένην dου τσαί το σπίτι νdάμα, σ' αν ψαρού τσουφάλι
(1951)
Η γάτα πουλεί τον αφεντικό της και το σπίτι αντάμα, για ενός ψαριού κεφάλι
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)
Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)
Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσία κονdα το σόνι
(1951)
Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)
Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει
Όποιος ανέβ' τον γάδαρο, ακούει και της πορδαίς του
(1903)
Προν χάριν τινος υφίσταται τις δοκιμασίας
Οι Θιακοί ευρήκαν το Θεό με τη γνώση
(1952)
Δεν νομίζω πως αυτό βγήκε από το ανέκδοτο της Ιθάκης. Φαίνεται πως είναι λογοπαίγνιο με τις λέξεις Θιακός και Θεός, όπου το θιακός χρησιμοποιήθηκε σαν να σημαίνη θεακός, δηλαδή οπαδός του Θεού. Υπάρχει άλλωστε παροιμία και ...
Βαρβάρα βαρβάρων', Σάββας σαβανών', άη Νικόλας παραχών', άη Γιώργης ξιναχών΄, άη Δημήτρης τα μαζών΄
(1911)
Εις την εν ταις Π. Π. Παραλλαγήν προσετέθη και ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριοις, συμβολίζοντες την κατά το έαρ βλάστησιν, ο δε την λέξιν της θερινής περιόδου
Άλλα είν' τ' άλλα κι' άλλο της Μ. Παρασκευής το γάλα
(1910)
Ο Μέγας Βασίλειος όστις ήτο φθισικός, έφαγε τη συμβουλή ιατρού την Μεγ. Παρασκευήν γάλα. Το ποίμνιόν του, όταν εδίδασκε περί εγκρατείας, του είπε: Σύ τα λές αυτά, πού έφαγες τη Μ. Παρασκευή γάλα; Ο Μ. Βασίλειος τους ...
Ο λόος σου με χόρτασε τσαι το φαείσ σου φα το
(1935)
Δηλαδή ο καλός τρόπος και η ευγένεια είναι προτιμοτέρα από τα υλικά δώρα
Ο θεός να σε γλυτώνη απού τη μέση τσ' αργαθιάς κι' απ' άκρηα τση τάβλας
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Στη μέση της εργατιάς πρέπει να εργάζεσαι εντατικά, στην άκρη του τραπεζιού δεν προφταίνεις να πάρης πολύ φαγητό, τάβλα= του τραπεζιού
Η γουώσσ 'στον τζο 'σει τσάπου 'υρεύ 'υριζει
(1951)
Η γλώσσα κόκκαλο δεν έχει όπου θέλει γυρίζει
Ο γοντσής σου άρ να ιενί ο τ' εσίπ σου, ο Θϊός να 'ινεί ο γιατρός σου
(1951)
Ο γείτονας σου αν τύχει και γίνει ο εχτρός σου, ο Θεός να γίνει ο γιατρός σου. Το κακό που μπορεί να κάμει ο γείτονας, μονάχα ο Θεός μπορεί να το γιατρέψει.
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
(1951)
Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις
Τσάπου τζο ίνεται γαπούλι η ευσή σου, μη εξούσαι σον άνεμο
(1951)
Ερμηνεία: Όπου δε γίνεται δεχτή η προσευχή σου, μην προσεύχεσαι τ΄ανέμου (μάταια)
Σα σ΄ αρέση, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρασ΄ απ΄ την Άνδρο
(1956)
Αναφέρεται εις την ναυμαχίαν της 7 Απριλίου 1790 μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας του Λ. Κατσώνη, καθ' ην ο Λ. έπαθε πανωλεθρίαν. Ίσως η χαιρεκακία των νησιωτών δια την πανωλεθρίαν του οφείλεται εις κατάπτεσης των υπο του Λάμπρου ...
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)
Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό
Δός το κι άς πετά
(1957)
Προτροπή γιά επιτάχυνση δουλειάς,πορείας κτλ. Λέγεται ότι η φράση οφείλεται στό εξής. Κάποτε ναύτες Εγγλέζοι στά Βουρλά είχαν καβαλικεύσει σε γαϊδουράκια γιά να ανέβουν στήν πόλη. Κάποιος απ' αυτούς ήθελε να πεί στό νοικοκύρη ...
Τα 'ικά σ' αμπέλια φράτσε τσ' απού τ' άλλα τι σε μέλλει;
(1935)
Λέγεται δια τους πολυπραγμονούντας περί των ξένων υποθέσεων