Αναζήτηση
Αποτελέσματα 9901-10000 από 10037
Απ' της εστσάς το γάλα!
(1943)
Ειρωνικά για ανύπαρκτη συγγένεια
Ο άνθρωπος εν ο τόπος, τζ' ο τόπος γέρημος
(1940)
Την αξίαν κάθε τόπου ο άνθρωπος την προσδίδει, εγκαθιστάμενος και καλλιεργών την γήν
Αντί του μάννα χολήν
(1940)
Επί όσων αντί αγνωμοσύνης προσφέρουσιν εις τους ευεργέται των αγνωμοσύνην
Κλαίνα τα ρούχα για κορμί και το κορμί για ρούχα
(1894)
Ερμηνεία: Δια τους κακοενδεδυμένους δυσειδείς
Αdηλιά έχει τσαί πλαγιάζει ακόμα;
(1943)
Ειρωνικά, όταν αργεί να ξυπνήσει κανείς
Άνθει και ξανανθεί
(1957)
Το λέγανε μάλιστα για τις γυναίκες που παρά την ηλικία τους δείχνονται ξανανιωμένες
Γεννήθηκα τσ' αποκριές
(1957)
Και συνεπώς δε φοβούμαι κανέναν, δε λογαριάζω τίποτε
Ου παππάς δεν έχ' αναγκ', ας είνι καλά η αdιλαβοί
Ερμηνεία: Άποψη εκ του αξιώματος του, δεν έχει αναγκη κτυμάτων
Ράσιν πά αν γίνεαι εγω απιδιαβαίνω σε
Και βουνό να γίνεις πάλι εγώ σε περνάω. Λέγεται σε κείνους που παινεύονται επιδεικτικά, διότι είναι πολύ πλούσιοι ή διωρίστηκαν σε μεγάλα αξιώματα, αλλά παρά την πραγματική αξία τους, από εύνοια της τύχης ή κια με όχι θεμιτά μέσα
Όσο εν το μιντέρι -σ', άπλωσον τα ποδάρα σ'
(1939)
Όσο είναι το στρώμα σου, άπλωνε τα πόδια σου. Κανόνισε τα έξοδά σου ανάλογα με τα έσοδά σου. Ανάλογο με το : όσο είναι το πάπλωμα έπλωνε τα ποδάρια σου
Με πολλούς να μη τα βάνης
(1873)
Αγάπη 'σ σο σκατόν κρατεί και ποι αγαπά σκατούται
(1881)
Ερμηνεία: Επό ανδρός ερώντος δυσειδούς γυναικός
Πό το πικρό στ' ανάλατο
(1926)
Επί των διαδοχικών και αλλεπαλλήλως περιπτόντων εις δυστυχίας.
Άθρωπο από γενιά και σκύλο από μάντρα
(1957)
Να προτιμάς, δηλ.
Όσου απέχ' ουρανός απ' τη γη
(1911)
Απ' την dρίτ' ως τη dιτράδ'
(1911)
Ανάστα ο Θεός ήταν
(1911)
Δεν τα βγάνει στ' ανοιχτά
(1892)
Ερμηνεία: Επί ανίκανων να φέρωσιν εις πέρας υπόθεσιν επιχείρησιν
Την ημέρα τ' άη – Λιός παίρνει ο καιρός αλλιώσελ'
(1952)
Τη γιορτή τ΄άη-Λιός (20 Ιουλίου) την προσέχουν πολύ οι τσοπάνηδεσελ. Παίρνει αλλιώς αλλάζει
Που τόλ λάκκοσ στογ κρεμμόν
(1940)
Όταν μεταπίπτομεν από ένα κακόν εις άλλο χειρότερον
Τον αγαπάς ξητίμαζε τζ'αι τομ μισάς σ'αιρέτα
(1940)
Επιτιμών φίλον ωφελώ αυτόν, εννοούντα ότι εξ ειλικρινούς ενδιαφέροντος καυτηριάζω τα λάθη του προς διόρθωσίντου. Ευπροσηγόρως δε φερόμενος προς εχθρόν όχι μόνον δεν υποδαυλίζω το μίσος του αλλά και τον αφοπλίζω.
Που τ' αγάπουν τον άντρα μου εξήχασα το όνομά του
(1940)
Ειρωνικώς δι' όσους ανυπόλητοι προβάλλουσι με αξιώσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων
Ο Θεός εποίκεν τον άνθρωπον κ' εκλώστεν εφογώθεν ατόν!
(1939)
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κ' έπειτα γύρισε και τον εφοβήθηκε! Λέγεται με θαυμασμό για κάθε νέα ανέλπιστη εφεύρεση κι ανακάλυψη της επιστήμη. Ανάλογο με το Πολλάτα δεινά και ουδέν του ανθρώπου δεινότερον
Απ' τάτ' 'ς γαιδούρ, κι απ' του γαιδούρ 'ς τάτ
(1911)
Άτι λ. Τουρκική = κέλης
Μέγ' γοράζεις ριάλια, αγόραζε αθθρώπους
(1940)
Ο άνευ άλλης αξίας πλούσιος δεν πρέπει να εκτιμάται περισσότερον από τον πτωχόν αλλά τίμιον και ευϋπόληπτον
Δεν τ' βαρεί τ' ανθρώπ' τι δίνει αλλά τι θα βρη
(1903)
Σημ. Λέγεται υπό των ευκαταστάτων γυναικών όταν υπανδρεύουν τας θυγατέρας των
Τη Λίμνα πολεμάς ν' αδειάσεις με το παπούτσι σου
(1943)
Ματαιπονείς, κοπιάζεις άδικα
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια, και του Γεναριού οι νύχτες
(1952)
Πιστεύουν πως αυτά τα δυό είναι βαριά και πρέπει να φυλαγώμαστε απο τα ξωτικά τους
Όμοιος τον όμοιον αγαπά, κι η κοπριά τα λάχανα
(1938)
Αμοιβαία αγάπη επί ομοίων
Η ζόνα ζόνα τέσσερις, η μπέκα μπέκα πέντε κι' η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες
(1891)
Ερμηνεία: Η γουρούνα (ζόνα-ζόνα) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η προβατίνα (μπέκα-μπέκα) κάνει πέντε και η γάτα (κεραμιδοτρέχουσα) σαρανταπέντε μέρες...
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7...
Σα σ΄ αρέση, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρασ΄ απ΄ την Άνδρο
(1956)
Αναφέρεται εις την ναυμαχίαν της 7 Απριλίου 1790 μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας του Λ. Κατσώνη, καθ' ην ο Λ. έπαθε πανωλεθρίαν. Ίσως η χαιρεκακία των νησιωτών δια την πανωλεθρίαν του οφείλεται εις κατάπτεσης των υπο του Λάμπρου δια την συντήρησιν της...
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι
Αμπέλιν εμ' που 'πούλησες τζ' είντα καλόν αγόρασες
(1965)
Κατά την παροιμίαν αυτήν εκείνος που έχει αμπέλι και το πουλεί κάνει μεγάλο λάθος, γιατί τίποτε άλλο καλύτερο από το αμπέλι δεν θα βρη να αγοράση. Η παροιμία ασφαλώς θα αναφέρεται σε αμπέλια, που βρίσκονται σε περιοχές με ...
Που μένα τουν Αλή σι σένα τουν Καραλή ου γάϊδαρους που μ' έδουσις νέ λαλεί π' λαλεί. Για σαράντα πέντι, για διαβόλους σι παίρνει.
(1923)
Σι σένα = Είς σε., νέ = ούτε
Αξία σου λιβόρι κι απάν' έναν κοβόρι
(1940)
Η αξία σου (εκείνο που σου αξίζει είναι ) ελλέβορος – κι απο πάνου περιττώματα . - Σε όσους έκαναν κάτι τιποτένιο και υπερηφανευόνταν γι' αυτό. Το να υπερηφανεύεται κανείς για τιποτένια πράματα είναι σαν τρέλα και στην ...
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσεψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι, τσοκτϊέσες σόν τζοράχο
(1951)
Κατέβηκες από τ' άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδουρι, κατέβηκες απ' το γαϊδουρι βούλιαξες στη λάσπη. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσεις στο τέλος
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Το πολύ κύριελέησο κι' ο παπάς βαριέται το
(1963)
Ή ... ο παπάς το βαριέται ή το βαριέται κι' ο παπάς
Ο λεύτερος, σε bαdρευτή, δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Σχώρεσέ με Παναγιά μου, ατζαμή γαμπρό μαθαίνω
(1958)
Κατά την γενέτειραν της παροιμίας παράδοσιν, κάποιος γαμβρός ενοστιμεύετο την αρκετά νέαν και ευειδή πεθεράν του. Όθεν εσοφίσθη το εξής: δεν έκαμεν τα δέοντα ως γαμβρός, περιορισθείς εις χαιδολογήματα. Η νύφη προσέφυγε ...
Ν' ακούς κι τούν τρανύτιρου σ' τι σι λέει!
(1956)
Η παραίνεση αυτή,σύμφωνα με κάποια εκδοχή,βγήκε από την εξής ιστορία.Συζητούσαν μια μέρα δυο παιδιά μιας χήρας.Λέγει ο μεγαλύτερος “Σαν μπελάς μας έγινε αυτός ο μπάρμπας,που μας κουβαλιέται από κάποτε εδώ.Εγώ λέω ν' ...
Άπιαστα πουλιά χίλια 'ς τον ταβά
(1915)
Ερμηνεία: Λέγεται κατ' ανθρώπων οι οποίοι λέγονται μετ' εγκαυχήσεως οτι θα γευθώσι πλούσιον δείπνον προτού να πορισώνται τα προς τούτο αναγκαία, εν γένει δε λέγεται κατα παντός όστις μετά ποιάς τινός βεβαιότητος εκφράζεται ...
Απού τον Άη Σίδερο ως τη Φανερωμένη ήχασα τη 'υναίκα μου με μια βρουλιά δεμένη κι' όποιος την εύρ' ας τη χαρή και τη βρούλια ας μου φέρει
(1963)
Λέγεται όταν επιχειρεί κανείς να συγκρίνη δυο πρόσωπα ή πράγματα, που δεν έχουν ομοιότητα. Λέγεται συνήθως μόνον ο πρώτος στίχος. Άη Σίδερο και Φανερωμένη = τοποθεσίες σε άλλα χωριά της Νάξου
Τ' Αντιπάσχου τη Δευτέρα, μή(δ)ε ράμμα στη βελόνα
(1937)
Αντιπάσχου αντί Αντίπασχα. Η Κυριακή του Θωμά καλείται Κυριακή του Αντίπασχα, διότι από της ημέρας ταύτης παύει η μεγάλη εορτή του Πάσχα. Εν τούτοις και την Δευτέραν του Θωμά – Τ' Αντιπάσχου – οι γυναίκες κατά τους παλαιούς ...
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Για να καταλάβης τον άνθρωπο, θέλει να φάης εμάϊτ του τρία μόδ' αλάτσι
(1934)
Δια να δυνηθή τις να κρίνη περί του χαρακτήρος των ανθρώπων δεν αρκεί ολιγοχρόνιος συναναστροφή αλλά μακρά συνδιαίτησις τόση, όσην θα απητεί η κατανάλωσις τριών μοδιών άλατος. Λεγ. Ίδια επί των γνωρίμων μας, ων η περί αυτών ...
Το ζ' ταιριασμένο αντρόενο και το γιοργό ζευγάρι
(1939)
Γιοργιό = γλήγορος, σβέλτος, επιδέξιος(σ. 161,74) η γιοργάδα
Λάχανα στη μάννα μου λάχανα στον άντρα μου κάλλιο με την μάννα μου πάρεξ με τον άντρα μου
(1963)
Η παροιμία λέγεται από την βαρυεστημένην εκ της κακής ζωής σύζυγων προς τον άνδρα της ή την οικογένειά του
Καλή αντάμωση στου Κρεββατά το χάνι
(1943)
Ο Κ. Νεστορίδης σημείοι ειρηνικώς , επί των αδυνάτων .
Καλή αντάμωσι στου Σκορδά το Χάνυ
(1943)
Ο Κ. Νεστορίδης σημείοι ειρηνικώς , επί των αδυνάτων .
Αγάπησεν ο χουχουλιός την βρωμοπεταλίδα, την αναγούλα του χωργιού και την ανατριχίλα
(1918)
Ερμηνεία: Είναι ο ομηρικός στίχος (Οδ. ρ. 218): Ως αιεί τον ομοίον άγει θεός ως τον ομοίον, η αρχαία παροιμία: 'Ομοιος ομοίω αεί πελάζει. χουχουλιός είναι θαλάσσιον οστρακόδερμον παρόμοιον καθ' όλα τω χερσαίω κοχλία, αλλά ...
Ο άνθρωπος είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν το μολύβι
(1956)
Δια της ως άνω παροιμίας, εννοείται, οτι ο κάθε άνθρωπος, ευκόλως αγαπιέται και αναζητείται από τους άλλους, αλλά και ευκόλως επίσης γίνεται βαρετός, ήτοι, ευκόλως τον βαριώνται οι άλλοι. Ιδίως, η παροιμία αυτή λέγεται δια ...
Θέλει άνθρωπο από σόϊ και σκυλλί απίό στάνη
(1956)
Η παροιμία αυτή λέγεται κυρίως δια τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι πρόκειται ή έχουν αναλάβει ανώτερα αξιώματα χωρίς να τα αξίζουν. Ενοείται δε δι αυτής, οτι ο άνθρωπος αυτός που ανέλαβε το αξίωμα αυτό δεν ήτο ο κατάλληλος, ...
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ίσα στράτα;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Μητε το dρυ να κόψης μηδ' άκοπο να τον αφήσης
(1963)
Dρυ = το δρυν, την δρυν
Μην μας τον πολυπαινεύεις και βράδυ τον βλέπομε
(1958)
Κάποια νύφη πήρε κάποιον με μεγάλη της στεναχώρια διότι έλεγαν ότι έχει ανεπαρκή τα σχετικά όργανα. Την Δευτέρα το απόγευμα η νύφη σκούπιζε ενώ από την μια μεριά κάθοντα ο γαμβρός και την άλλη η μητέρα του και πεθερά της ...
Αν βρέξη ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μια και δυο, αξίζει για τον βασιλιά και για όλο του το βιό
Ερμηνεία : Αρκεταί βροχαί κατά τον Απριλίου, ολίγαι δε και κατά τον Μάιον, είναι ωφέλημοι εις τους αγρούς και εξασφαλίζουσι την καλήν εσοδείαν
Έχουν τ' αντρόγυνα κατσά, νάχουν τ΄αδέρφια αμάχη ενάχη τσ' μάνα με παιδί, ως που να μπή τσαί νάβγη
(1908)
Η μεταξύ συζύγων ή αδερφών έχθρα και η κατά του παιδός οργή της μητρός δεν δύναται να είναι ισχυρά, ούτε έμμονος.
Λέει, ώχου, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λε', ετσά θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)
(1963)
Δηλαδή το παιδί δεν αγαπά τους γονείς του, όσο το αγαπουν εκείνοι//Κανένας, λε', είπε dου παιδιού dου, λέει, ώχου, λέει, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λέει, ετσά, λέει, θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου//Παιδί μου = θα περίμενε κανείς ...
Της Καλαμάτας το νερό και του Νησού τα ψάρια, της Κορωνιάς το γιάδεμα, μαραίνουν πακληκάρια
(1938)
Γιάδεμα = κεφαλόδεσμος των Κορωναίων γυναικών
Ο φρόνιμος βάνει το λωλό να βγάλη το φίδ' απού μες στη dρύπα (ή από τη dρύπα)
(1963)
Δηλαδή ο επιφυλακτικός, ο λογικός αποφεύγει να εκτεθή και προωθεί στον κίνδυνο τον επιπόλαιο, τον αφελή
Βαστώ, κρατώ τη θέσι μου, τον βάζω ΄ς τη θέσι του
(1950)
Κυριολεκτικώς το βαστώ ή κρατώ τη θέσι μου δηλοί δεν εγκαταλείπω την θέσιν μου, ώτε να την καταλάβη άλλος, κατέχω αυτήν στερεά. Αλλά προς την θέσιν από τοπικής απόψεως παρωμοιώδη η κοινωνική θέσις από ηθικής απόψεως και ...
Καλή αντάμωση στου Κρεββατά το χάνι
(1923)
Ο Κ. Νεστορίδης σημείοι ειρηνικώς , επί των αδυνάτων .
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν
Απ' αγάπουν τογ καλόμ μου, εν τον είδ' είντα μάδκια είδεν
(1940)
Εις παλαιοτέραν εποχήν η γυναίκα εθεωρείτο ανάρμοστον να προσβλέπη κατάμματα τον άνδρα, συνήθως δε και αυτή ακόμη η ύπανδρος προ παντός η χωρική, εις ένδειξιν υποταγής δεν συνήθιζε να ατενίζη τον άνδρα της. Η παροιμία ...
Όποιος θέλει ν' αγαπήση, πρέπει να χασομερήση, πρέπει άσπρα να ξοδιάση και να μη τα λογαριάση
(1906)
Ερμηνεία: Λέγεται δια τους επιθυμούντας μεν πράγματός τινος και μεμψιμοιρούντας δια τα έξοδα και τας δυσκολίας. ("Δείται και πόνον πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου σμικράς" Λουκ.)