Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Γιοργιό = γλήγορος, σβέλτος, επιδέξιος(σ. 161,74) η γιοργάδα
Γιοργαδεύω 1 = ισιάζω μια, λαταφέρνω με επιτηδειότητα “Τη γιργάδεψα την αγκουτσά μου”. “Του γιοργάδεψα και κανα ζιοβγάρ' στ' αυτιά”. 2 = ψιάνω επιδέξια και σβέλτα, είμαι επιδέξιος και γλήγορος στο, “Γιοργάδεν να σκάβ”. “Γιοργαδεύει τη δ'λειά”. “Τηνέ γιοργάδεψα την κόφτρα”
Ζ' ταιριασμένος = συνταιριασμένος, που ταιριάζει καλά (μαζί με). Ζ'ταιριάζω (σ. 161,74 και σ. 148, 16