Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2701-2765 από 2765
Το gαιρό πο' 'σώσαμεν, άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Σα bο' καταdήσαμεν άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Ασ' το το πελελό bουλί να πά' να παραδίση, να κατελύση τα φορεί κι' απέκειο να 'υρίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος θέλη να φύγη από τον τόπο του, ενώ προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να κερδίση μ' αυτό τίποτε (πελελό=απολωλός, παλαβό, ανόητο, τρελό), (παραδίση=να παροδεύση, δηλ. Να αλητέψη, να βγη από το δρόμο του), ...
Ήβαψες εσύ την αξίνη μου; θα βάψω κι' εω το νι νι σου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”
Το άδαρο μου θα βάλω να gανίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Το πρώτο gάστρι φαίνεται τση κόρης παναύρι, το δεύτερο τση φαίνεται ο κόσμος πως θα 'ύρη
(1963)
Δηλαδή, η πείρα διδάσκει
Όdεν ήμου νιός δεν εσάλεβγα και τώρα πο' 'έρασα πετώ κι' εώ, σα dον όγδουρα
(1963)
Προέρχεται από αίνιγμα. Λέγεται για ηλικιωμένο, που αρχίζει να γίνεται δραστήριος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Δεν είν' εδά και τσή 'ούννας μου μαλλί
(1963)
Λέγεται όταν συνεχώς μας απασχολή ένα πρόσωπο, μας ενοχλή, μας επιβαρύνη ηθικώς ή υλικώς. Π.χ. “Εφάασι μας κι ευτές. Ότι τωνε χρειαστή επά θαράξουσι. Εφτά βολές έχω μετρημένα σήμερα κι είναι φερμένες για τίοτα. Και με ...
Η καμήλα δε θωρεί τη δικιά τζη καbούρα, μόνου θωρεί του παιδιού τζη
(1963)
Λέγεται , όταν βλέπης το ελάττωμα του άλλου και δεν βλέπης το δικό σου
Όποιος έχει και κακοζεί, με το dάνος του
(1963)
Dάνος = χρονία
Ό,τι θές παπά μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ό,τι θές άdρα μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ακλουθά μου ο πίθος κι ο ροός και φαίνομαι καματερός
(1963)
Ροός=είδος στέρνας για αποθήκευση των δημητριακών
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαgελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε bορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης
(1963)
Δηλαδή, επιβάλλεται την ημέρα του Ευαγγελισμού να φας ψάρι
Να 'δα κείνος πούριχτε dα σκαμνιά dωνε κάτω 'ια να βρίσκη αφορμή να σκοτώνη τη 'υναίκα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται για αναιτιολόγητη γκρίνια
Όποιος έχει τα δυύ dου μάθια, αοράζει 'έννημα, κι' όποιος έχει τόνα, αοράζ' αλεύρι, κι' όποιος είναι στραβός, αοράζει ψωμί
(1963)
Δηλαδή, το οικονομικώτερο είναι ν' αγοράζη κανείς σμιγό, λιγώτερο οικονομικό ν' αγοράζη αλεύρι και ακόμη λιγώτερο ν' αγοράζη ψωμί
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)
Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά.
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλη μέρα τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ο ένας άθρωπος γίνεται σκατοένης και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και το βάνει και διπλό και περισσεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης οικονομία, που οδηγεί σε ζημία
Όdε ζυμώσης, χόρτασε, κι όdε χοιροσφαΐσης κι ότι να gίξης το κρασί κι όdε dο σακκουλίσης
(1963)
Δηλαδή κατά την εποχή της συγκομιδής μπορεί κανείς να κάμη μεγαλύτερη από την συνηθισμένη κατανάλωση
Τσή καλομοίρας το παιδί το πρώτο νάναι θηλυκό
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν το πρώτο παιδί γεννηθή κορίτσι, ενώ οι γονείς το ήθελαν αγόρι. Δηλ., είναι τυχερή η μητέρα, γιατί θα μεγαλώση να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης λέγεται και όταν θέλουν να είναι κορίτσι ...
Να 'δα 'κείνος, πο' 'θώριε dου κρϊού τα νιτερέσα κι' εκρέμουdανε κι' ενέμενέ dα να πέσουνε να τα φάη
(1963)
Λέγεται για τους τεμπέληδες και τους αμέριμνους, που περιμένουν απ' την τύχη
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....”
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Που όλοι 'ελού 'ια 'μένα κι ήσκασα κι ε – α τα 'έλοια
(1963)
Λέγεται όταν περιγελούν κάποιον και ή δεν το καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει και γελά κι εκείνος μαζί με τους άλλους
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα ...
Καθαένας τάχει dουραδάκι απίσω dου και δε σώνει να ΄υρίση να τα δη και λέει ΄ιά τον αλλο
(1963)
Αντίστοιχη προς το “έκαστος δύο πήρας φέρει”
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Ο νιός, κι΄ ά δεν εθέριζε, gι΄ η νιά, κι΄ ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτέ του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Ο νιός, ά δεν εθέριζε, gι΄ η κόρ΄, ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτές του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Εκείνος που δεν έχει παιδιά έχει ένα gάμο μα 'κείνος πόχει έχει χίλιοι
(1963)
Δηλαδή ένα gάμο = καημό, επειδή δεν έχει παιδί, πόχει = δηλαδή που έχει παιδιά, χίλιοι = χίλιους καημούς, επειδή έχει πολλές φροντίδες
Ήκουα κι' εω Βλακάδες κι εκείνοι 'ν' ανέμοι και κρϋάδες, (η εκείνο)
(1963)
Βλακάδες = είναι επώνυμο : Βλακός
Άλλα μελετού dα βούδια κι' άλλα κάνει ο ζευγάς
(1963)
Λέγεται, όταν σχεδιάζωμε κάτι και ανατρέπονται τα σχέδιά μας. Π.χ. Σήμερα 'λοάριαζα πως θα περιματίζω και πού να ξέρω, είdα θα μου dύχη. -Χμ! Άλλα μελετούνε, λέει, τα βούδια
Όλη μέρ΄ αρνί gαι ρίφι και το βράδυ, λέει “Άψε μου κερά, το λύχνο”, να κουρέψω δέκα
(1963)
Καμμιά 'υναίκα, λέ, είχε bρουζίνικα κι ήβαλεν ένα μια βολά να τση τα κουρέψη κι εκούρευγε, λέει, όλη μέρα ΄ναν αρνί κι ένα ρίφι και το βράδυ τσ΄είπε να τάψη το λύχνο να κουρέψη πέdε – δέκα
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, 'ιάτ' είναι πράμα φανερό, σά dό κερί π' ανάφτει
(1963)
Λέγεται, όταν βήχη κανείς ή όταν είναι ερωτευμένος
Μα είπα σου, πως δε θα βρεξω (ή : πως δε βρέχω) μα είπα σου και πως δε θα θρέψω (ή : πως δε gανω)
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Έξε μόδια βάνει ο φούρνος, δυό περέττες δε χωρούσι
(1963)
Π.χ. Τώρα ω παdρέβγω τσι θυατέρες κι' είναι μεγάλο το σπίτι μου και κάθομαι gι οι δυό μαζί, αλλά δε συμφωνούνε οι γαbροί, κι' όλοι μαζί. Θα πης λοιπόν “Έξε μόδια ο φούρνος δυό περρέτες δε χωρούσι”. Το μόδι = μέτρον ...
Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα
(1963)
Δηλαδή, να μη φτάνει κανείς στην υπερβολή
Ώχ, άdρα μου, και που να σου θυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85
Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
(1963)
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση ...
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Από τον εξής μύθο : Καμμιά βολά, 'λε', ήτονε δυο φίλοι κι επαdρέφτησα, gαί τη bρώτη βραδιά ο ένας, πούκατσε με την 'υναίκα dου να δειπνήση, πάει ο γάτης κι' ανεβαίνει απάνω στο ποδάρι dου και τονε πιάνει και τονε πετά μέσ' ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν αρκείται κανείς σε κάτι, που του προσφέρουν, και διατυπώνει πρόσθετες απαιτήσεις: Ο 'έρο Κορές ετουκάτω στα Καλοεράτα μια bρωτοϋάλιστη σκαϊδονιά κι επάαινεν ο 'έρο Πολυχρόνης κάθα χρόνο κι ήτρωέ dου τα ...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
Λέγεται όταν δύο περιπτώσεις, δύο γεγονότα, δύο πράγματα παραλληλίζονται, ενώ έχουν σημαντική διαφορά. Υπάρχει ο παρακάτω μύθος: Ήτονε, λέει, καμμιά βολά βοσκοί σε κανένα μέρος κι' επααίνανε, λέει, με το κοπάδι καμμιάν ...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ...
Σα bου θα σε δή κανείς, σε γράφει
(1963)
Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι του μέλλεται.Λέγεται για αντίθετο από το νομιζόμενο αποτέλεσμα. Από τον παρακάτω μύθο: Ήτονε, λέ, άνθρωπος και μια 'υναίκα κι είχα gαι τσι μανάδες τω gι' εκάθουdανε μαζί dωνε, κι όλον εμαλώναν ...