Σα bου θα σε δή κανείς, σε γράφει
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι του μέλλεται.Λέγεται για αντίθετο από το νομιζόμενο αποτέλεσμα. Από τον παρακάτω μύθο: Ήτονε, λέ, άνθρωπος και μια 'υναίκα κι είχα gαι τσι μανάδες τω gι' εκάθουdανε μαζί dωνε, κι όλον εμαλώναν οι γρϊάδες. Κι είπε dου, λέει, καμμίαν ημέρα η 'υναίκα dου, λέει “Βρε έρχεσαι λέει να πάμε να πετάξωμε dη μια στη θάλλασσα;” Λέει “Ας πάμε. Μα τη bοιά, λέει και καλά να ρίξωμε;” Κι είπε gι' εκείνη λέει “Εώ τη λυπούμαι τη μάνα μου να τη ρίξω”. Κι' είπε gι' εκείνος, λέει “Και μα δε dη λυπούμαι, λέει κι εώ τη δική μου;” Τέλος πάdω πια με τα πολλά συμφωνήσανε να ρίξου dη μάνα dο' κεινού. Επέφτανε λέει σ' ένα gρεββάτι οι δυο γρϊάδες. Ήπεφταν η δική dου μάν' αbρουστά κι είπε τζη το βράδυ ο 'ιός τση “Νάχης την έγνοια, λέει, ότι να κοιμηθή η πεθερά μου, να περάσης ατήσου να πέσης α' τη μέσα μεριά, ναπομείνη εκείνη αbρουστ' – αbρούστά. Κι ότ' ακούσης τη νύχτα να μη μιλήσης, μόνου να κάνεις τη gοιμισμένη. Σα bου τσ' είπε λοιπό ήκαμε. Dη νύχτα οdεν εκαταλάισεν ο κόσμος σηκώνουdαι σϊά – σϊά και πάνε και πιάνει την αbροστινή γρϊά κείνος κι' ήνοιεν εκείνη το τσουβάλι και βάνου dηνε μέσα κι αβουθά την εκείνος κι εκλούθα gι΄εκείνη, ια να δή, ά dη bάη να τη bνίξη. Και πάνε λοιπό κι ανεβαίνει απάνω σ' ένα gρεμνό και φαdεστάρει του τσουβαλιού μια και bλούφου λοιπό βρίσκεται η γρϊά στο bάτο τζη θάλασσας. Οdεν εδιάσε στο σπίτι dωνε, του κάνει εκείνη, λέει “Έρχεσαιλέει, να χορέψωμε”. Λέει Σάοδε σε μου κάνει όροξη του χορού”. Επιάσανε στο χορό τέλος πάdω και κάνει εκείνη: Κάτω στα βαθειά νερά τ' αdρούς μου μάνα κολύbα. Βγαίνει κι εκείνος αbρός στο χορό λέει: Να ξημερώση λέει, και να δής, του τίνος μάνα κολυbεί. Ευτή λοιπό, οdεν gι' ηύρε dη bεθερά τζ' εκεί, τούρχεψε Bιά καυγάδες....Λέει η αμαρτία, λέει, σεύρε, bούθελες να πνίξωμε dη μάνα μου κι' εφωτίστηκε gι' ήπεσεν ά' τη μέσα bάdα”.