Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Τσεβδή=ψευδή, τραυλή, Πιταφτικού=επίτηδες, Μιλιά – λαλιά=δεν μιλούσε διόλου. Έγινε και δελτίον ποικίλης ύλης. - Από τον εξής μύθο: “Μιά βολά ήτον' ένς κι' αγάπα μια τσεβδή. Όσο gαιρό λοιπό την εγάπα δεν ήκουσε dην εμιλιά τζη. Δεν εμίλιεν εκείνη πιταφτικού τα πως ήτονε τσεβδή. Εκείνος πάλι ο ζαβός εθάριε bως τονε dρέπεται και 'ιαυτό δε μιλεί. Λέει, άστηνε 'δα, λέει, και καλά, μαότι να παdρευτούμε θα μιλή. Παdρεύγουdαι λοιπό, να τα ίδια. Μιλιά-λαλιά η 'υναίκα. Λέει, τώρα πως να κάμω να τη βάλω να μιλήση; Πάει λοιπό καμμιάν ημέρα και παίρνει τσ' ένα ζευγάρι παπούτσα στενά-στενά, με την ιδέα πως θα πολεμά να τα βάλη και δε θα bορή και θα κακιώση να μιλήση. Πάει τση τα, πιάνει τα 'φτή, καθίζει, παει πως θα τα βάλη, μα νει! Που να'μπούνε. Επολέμα, επολέμα dίποτα. Ήβαλέ dα λοιπό κεί σε μιάν άκρηα χωρίς να μιλήση. Ο άdρας τση λοιπό να πολεμά να σκάση. Εσκέφτηκε πάλι και παίρνει μιά κοιλιά με τα σκατά και πάει τηνε στο σπίτι. Λέει, σα dή ευτή, θα κακιώση και θα μιλήση. Πιάνει πάλι ευτή και πλύνει τηνε και στήνει τη gαι μαερεύγει τηνε, χωρίς να βγάλη άχνη. Λέει, τώρα είδα να τση κάμω; Επαράκατσέ τζη, λέι καμμιάν ημέρα κι' ότι κι' ήφυεν εκείνη κι εδιάηκε στο νερό, πάει κι ευτός κι ανοίει και σταματ' απού μέσ' απου τη bόρτα, κι έρχετ' εκείνη με τη λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και ταφκιάζου dονε κι' εκάτσα gι' εκλαία gι' εμοιρολοουσα dονε. Η 'υναίκα του μιλιά. Κάνει τση λοιπό κανείς, λέει, μωρή, μα 'ιάdα και δε gλαίς κι εσύ τον άdρα σου; Κι αρχεύγει κι ευτή. Λέει, “ώσου, άdα μου, και που να σου θυμηθώ, τα παπουτσάκια τα τενά, τη gοιλιά με τα κατά, ή οdεν ήθ' α' το νεό κι' ετέκουσ' απίσω τη bότα κι είπε μου “bα” κι ήπεσέ μου η αήνα; Ότι κι' ετέλειωσέ dα λοιπό 'κείνη ενεστήθη gι ο νεκρός”
Τσεβδή=ψευδή, τραυλή, Πιταφτικού=επίτηδες, Μιλιά – λαλιά=δεν μιλούσε διόλου. Έγινε και δελτίον ποικίλης ύλης. - Από τον εξής μύθο: “Μιά βολά ήτον' ένς κι' αγάπα μια τσεβδή. Όσο gαιρό λοιπό την εγάπα δεν ήκουσε dην εμιλιά τζη. Δεν εμίλιεν εκείνη πιταφτικού τα πως ήτονε τσεβδή. Εκείνος πάλι ο ζαβός εθάριε bως τονε dρέπεται και 'ιαυτό δε μιλεί. Λέει, άστηνε 'δα, λέει, και καλά, μαότι να παdρευτούμε θα μιλή. Παdρεύγουdαι λοιπό, να τα ίδια. Μιλιά-λαλιά η 'υναίκα. Λέει, τώρα πως να κάμω να τη βάλω να μιλήση; Πάει λοιπό καμμιάν ημέρα και παίρνει τσ' ένα ζευγάρι παπούτσα στενά-στενά, με την ιδέα πως θα πολεμά να τα βάλη και δε θα bορή και θα κακιώση να μιλήση. Πάει τση τα, πιάνει τα 'φτή, καθίζει, παει πως θα τα βάλη, μα νει! Που να'μπούνε. Επολέμα, επολέμα dίποτα. Ήβαλέ dα λοιπό κεί σε μιάν άκρηα χωρίς να μιλήση. Ο άdρας τση λοιπό να πολεμά να σκάση. Εσκέφτηκε πάλι και παίρνει μιά κοιλιά με τα σκατά και πάει τηνε στο σπίτι. Λέει, σα dή ευτή, θα κακιώση και θα μιλήση. Πιάνει πάλι ευτή και πλύνει τηνε και στήνει τη gαι μαερεύγει τηνε, χωρίς να βγάλη άχνη. Λέει, τώρα είδα να τση κάμω; Επαράκατσέ τζη, λέι καμμιάν ημέρα κι' ότι κι' ήφυεν εκείνη κι εδιάηκε στο νερό, πάει κι ευτός κι ανοίει και σταματ' απού μέσ' απου τη bόρτα, κι έρχετ' εκείνη με τη λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και ταφκιάζου dονε κι' εκάτσα gι' εκλαία gι' εμοιρολοουσα dονε. Η 'υναίκα του μιλιά. Κάνει τση λοιπό κανείς, λέει, μωρή, μα 'ιάdα και δε gλαίς κι εσύ τον άdρα σου; Κι αρχεύγει κι ευτή. Λέει, “ώσου, άdα μου, και που να σου θυμηθώ, τα παπουτσάκια τα τενά, τη gοιλιά με τα κατά, ή οdεν ήθ' α' το νεό κι' ετέκουσ' απίσω τη bότα κι είπε μου “bα” κι ήπεσέ μου η αήνα; Ότι κι' ετέλειωσέ dα λοιπό 'κείνη ενεστήθη gι ο νεκρός”