Αναζήτηση
Αποτελέσματα 12401-12472 από 12472
Το πρόσωπό σου γϊά, άμα η τσοιλία σου έμει δεβόλοι
(1951)
Το πρόσωπό συο γελά, αλλά η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, φορτών' σή ράση μου το πιθάρι
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στή ράχη μου το πιθάρι. Γιά μιά μικρή ευεργεσία πού μάς κάνουν, ζητούν να τους πληρώσουμε με το παραπάνω. Με τή λέξη οκούτι (=συμβουλή) πού χρησιμοποιούν οι Φαρασιώτες, η παροιμία ...
Νέ την gόρη του δίτει, νέ το συμbεθερό φκανdάζει
(1951)
Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει. Γιά κείνον πού τα καταφέρνει να κάνει και τή δουλειά του και να τα έχει με όλους καλά. Η παροιμία είναι παρμένη από τις προξενιές, όπου ο έξυπνος πατέρας μπορεί ν' ...
Τον άνθρωπο με τα λόγια και τον γάϊδαρο με το ξύλο
(1956)
Όταν ήσαν άτακτα τα παιδιά και δεν άκουαν
Το κορίτσι λέν dα ενgαό καό, άμα το γαιρίδι σον gώ τζο μbορεί νdα τσενdήσει, που καυτσέται τσαί κάθεται
(1951)
Άπραγος άνθρωπος. Τη φράση την έλεγαν πιο πολύ πειραχτικά για τις υποψήφιες νύφες, που τάχα ήταν καλές, ενώ δεν άξιζαν
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)
Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι
Το γλυτσύ η γουώσσα βgάλλει το φίδι 'ς το τρυπί
(1951)
Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά
Αντϊές το στσυλλί, έπαρ' το ραβdί σα σερε σου
(1951)
Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου
Παντρεύουνται τα στουπιά και παίρνουν τα κροκύδια και τα καθάρια τα σκουλιά, κάθουνται στα παναθύρια
(1956)
Όταν παντρεύουνταν οι ακατάστατες κ' έμνησκαν οι καλές κοπέλλες
Οπόχει δυό νά χαίρεται, τρία νά καμαρώνη, κι' οπόχει ένα μοναχό (παιδί) νά κλαίγ' , νά μή μερώνη
(1956)
Άλλοτε οι γονείς χαίρουνταν νά είχαν πολλά παιδιά κ' έλεγαν τό καθένα μέ τήν τύχη του, τώρα σπανίως νά θέλουν δύο
Κάλλιο να τον ακούω να χαίρομαι παρά να τον βλέπω να καίγουμαι
(1956)
Η μάννα χαίρεται να ακούη ότι ευτυχεί ο γιός της, ας είναι και μακριά,παρά να δυστυχή και να τον έχη πλάγι της.
Ό,τι κι' αν περιγελάσης, το νίβεσαι, μόνε δεσπότη αν περιγελάσης, δεσπότης δε γίνεσαι
(1956)
Ερμηνεία: Μη περιγελάς κανένα και οι άλλοι θα σε περιγελάσουν γι' αυτά που κάμεις· πρόσεξε ποτέ σου μη περιγελάσης μητροπολίτη
Αν έχης τα καλά παιδιά τα ρούχα τι τα θέλεις; Κι' αν έχης τα κακά παιδιά τα ρούχα τι τι θέλεις;
(1956)
Ρούχα = Περιουσία
Έχε τα πόδια σου ζεστά τη gεφαλή σου κρύα του γιατρού ποτέ να μην έχης τη χρεία
(1956)
Δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος έχει ζεστά τα πόδια του και δεν έχει πυρετό (κρύα τη gεφαλή), δεν έχει αναγκη από ιατρόν
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
(1951)
Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις, τον παρά μ' έδωσα θα σε φάγω
(1956)
Ερμηνεία: Κάποιος πήγε ν' αγοράση τυρί και τον έδωσαν σαπούνι, το τρώγει και αυτό αφρίζει. Τότε ο αγοραστής είπε, “είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις; τον παρά μ' έδωσα” και τόφαγε. Από τότε απόμεινε η παροιμία, όταν αναγκάζεται ...
Όσο θέλεις δούλευγε, τσ' όσο θέλ' ο Θεός θα σου δώση
(1956)
Οτι παρά του Θεού προσδοκόμεν την αξιοποίησιν του μόχθου μας
Έβγα όξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
(1955)
Ταύτην μεταχειρίζονται για να δηλώσουν ότι ο καθένας δεν πρέπει να παρακαλή τινα να του δανείση ένα πράγμα και ο οποίος είναι όλο δυστροπίες ως επί παραδείγματι (πρόσεχε θα σου δώσω μη μου το χαλάσης όμως, ξέρεις πόσο μου ...
Επίσκοπε του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες ; τα μεγάλα γύρευες ; τράβα γέρο διάβολε κιούνε και τον παίδαρο
(1959)
Για κείνους που γυρεύοντας τα μεγάλα έχαναν και τα μικρά
Λύσε με από τούτο το παλουκάκι και δέσε με στ' άλλο!
(1953)
Ήτο θανατοποινίτης και επρόκειτο να εκτελεσθή, αλλ' εν τω μεταξύ, όσο να τον δέσουν στο άλλο, του ήλθε χάρις. Ήτοι σε μια απελπιστική περίσταση και το ελάχιστον χρονικό διάστημα, χρήσιμο και ωφέλιμο είναι κάποτε
Του φιδιού η γλώσσα να σε φάγη, τ' ανθρωπού να μη σε φάγη
(1956)
Όταν ο άνθρωπος θέλη έναν να καταστρέψη, με την κακιά του γλώσσα θα το καταφέρη
Όποιος από μάγερας γίνεται ηγούμενος, ξέρει ο ηγούμενος τα το κάμν' ο μάγερας
(1956)
Όταν ένας από τις κάτω θέσεις ανεβαίνη προς τις ανώτερες, ξέρει πως εργάζονται οι κατώτεροι και θα τους διευθύνει καλλίτερα
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, τ' έχνε τα έρμα και ψοψούν
(1956)
Για ένα που απορεί πως δε πηγαίνε καλά οι δουλειές του
Ζώχο ζώχο έτρωγα, τα φίδια δεν φοβάμαι!
(1953)
Όλα τα χόρτα, ως γνωστόν, προπάντων τα άγρια χόρτα, είναι αντιτοξικά, με άλλα λόγια εξουδετερώνουν τα διάφορα δηλητήρια, τα οποία βλάπτουν τον οργανισμόν, είτε των ανθρώπων είτε των ζώων. Ο βασιλεύς όμως των αντιτοξικώνμ ...
Δώσε με τα χέρια σου, να γυρεύης με τα πόδια σου
(1956)
Για τους κακοπληρωτάς, τους δανείζεις για να κάνουν τη δουλειά τους κ' ύστερα δε φροντίζουν να σου τα επιστρέψουν, και πηγαινοέρχεσαι να τα ζητάς
Ο ιερωμένος είναι σαν το κάρβουνο. Αν το πιάσης σβηστό μαυρίζεσαι, κι' αν το πιάσης αναφτό καίγεσαι
(1956)
Απόφευγε να κριτικάρης τους κληρικούς
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Όπ' έχει γυιο μοναχογιό το Μάϊ να μη σύρη τον Άγουστο να μην πλυθή α θέλει να τση ζήση
(1959)
Λέγεται, όταν κατά τους μήνες Μάϊ και Άγουστο δεν επιτρέπεται το σύρσιμο του παννιού, διότι το 'χουν σε κακό
Τα μεταξωτά βρακιά θένε 'πιδέξα σκέλια
(1957)
Ο τύπος είναι “το ασκέλι” ή “ασκέλα”, φρ. “άνοιξε τσ' ασκέλες του”. Κυρίως το λέγανε για την αρμονία που πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου και στην κοινωνική του θέση, την καταγωγή του και την ανατροφή ...
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα κι απ' τα ψηλά αλόγατα στσοι χαμηλοί γαδάροι
(1957)
Και προσθέτανε κι από δήμαρχος κλητήρας
Ανέβη η πράσα στο βουνό κι έσειρε την ορά της. Καλώς την τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τσι πρασουλίδες της και με τα γιαλικά της
(1957)
Του Ζώνη το τραγούδι, του Ζώνη Μουρίκη, επέθανε το 1925
Το Μέγα Σπήλαιο μπορεί να φτιάξη όλον το Μοριά, αν χαλάση, ολόκληρος όμως ο Μοριάς δε μπορεί να φτιάξη το Μέγα Σπήλαιο
(1954)
Τόσο πλούσιο Μοναστήρι είναι.
Του συνδέκνου μου ο σκύλος συνδεκνός μου 'ναι κι' εκείνος.
(1953)
Βλ. και αμορόζος
Το σπίτι μας εν' στενούκκο, άμα η τσοιλία μας ενι μεγάλο.
(1951)
Το σπίτι μας είναι στενόχωρο, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη.
Τόλογαν οι φτωχές νοικοκυρές στους μουσαφιραίους τους, για δείξουν πως είναι φιλόξενες. Η τσοιλία εδώ έχει την έννοια της καρδιάς.
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Χωράφι όσο θωρείς και σπίτι όσο χωρείς. Σπίτι μου, σπιτάκι μου, πόρδο καλυβάκι μου Αν δεν αρέζ' κανείς το σπίτι τ', πέφτει και τον πλακώνει.
(1956)
Ο γεωργός να έχει μεγάλο χωράφι και μικρό σπίτι.
"Φίλος οίκος, φίλος άριστος". Ο ξενητεμένος στο σπίτι του με πόση λαχτάρα γύριζε! Ο πατέρας μου, με τι χαρά όταν επέστρεφε, έλεγε ένα από τα δύο, τριγυρισμένος από τα ...
Το ρουσί σο ρουσίν bάνου ίνεται, το σπίτι σο σπίτιν bάνου τζο ίνεται.
(1951)
Το βουνό πάνω στο βουνό γίνεται, το σπίτι πάνω στο σπίτι δε γίνεται.
Δύο οικογένειες στο ίδιο σπίτι δε μποορούν να συγκατοικήσουν. Τόλεγαν πιο πολύ για τ' αδέρφια, όταν παντρεύονταν κι έπρεπε να χωρίσουν.
Το καινόργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, το δεύτερο του δικού σου, και τον τρίτο του λόγου σου.
(1952)
Επειδή τα νέα σπίτια έχουν υγρασία κ' ελλείψεις, καλό είναι ν' αργή κανείς να κατοική ο ίδιος μέσα.
Από σώγαμπρος καλύτερα!
(1953)
Μια αλεπού είχε ρημάξει το χωριό από τις κότες. ΄Ήταν όμως τόσο πονηρή, που τα κατάφερνε να ξεγελάη όλους τους σκύλους και να τους ξεφεύγη. Κόντεψε να σκάσουν από το κακό τους οι χωριανοί και τόβαλαν πείσμα να την πιάσουν ...
Τ' άη- Σωτήρος πρωτοκόβουν σταφύλι και λένε: Τ' άη Σωτήρος το σταφύλι και της Παναγιάς το σύκο.
(1953)
Του Σωτήρος, όσοι έχουν αμπέλια, κόβουν σταφύλια και τα λειτουργούσαν στην εκκλησία και τα μοίραζαν. Τώρα τ' αμπέλια καταστραφήκανε.
Είναι 'ς τα σωστά του, μιλάει με τα σωστά του
(1950)
Και εις τας δύο φράσεις εξυπακούεται η λέξις μυαλά και η μεν πρώτη σημαίνει είναι καλά ψυχικώς, διανοητικώς ή δε ετέρα έχει ακριβή γνώσιν του πράγματος περί του οποίου ομιλεί λέγει περί αυτού ων καθ' ολοκληρίαν εχέφρων.
Σώσον ελέησον!
(1950)
Εκ της εκκλησιαστικής δεήσεως "αντιλαβού, σώσον ελέησον και διαφύλαξον ο Θεός" απεχωρίσθη το σώσον ελέησον ως φράσις δηλούσα εσχάτην απόγνωσιν προσώπου ικετεύοντος να το σώσωμεν από έσχατον κίνδυνον. Η συντακτική σχέσις ...
Από σώγαμπρος καλύτερα
(1957)
Ιδιαίτερα άχαρη είναι η θέση του σώγαμπρου. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο μύθος της αλεπούς:
"Μια φορά πιάσανε την αλεπού ζωντανή στο κοτέτσι κι αποφάσισαν να τη γδάρουν για παραδειγματισμό. Την ώρα λοιπόν που κρεμασμένη ...
Το τ'αζόν dο βdόκκο το νερό κρατεί τα κρούσκο.
(1951)
Ταζός= Καινούργιος
Το καινούργιο σταμνί κρατεί κρύο το νερό.
Το βdόκκο ή ΄βdόκκα ήταν στάμνα για νερό από ξύλο κέδρου. Μοσχοβολούσε, κι όπως ήταν δουλεμένη, κρατούσε κρύο το νερό.
Τάζει λαγούς με κουδούνια
(1950)
Είναι ευχάριστον να προσφέρη τις ως δώρο ένα ζώο και πιο ευχάριστον αν τούτο φέρη και το ποιμενικό κουδούνι. Αλλ' επειδή ο λαγός ούτε ζώον οικόσιτον είναι ούτε και θα εδέχετο να του κρεμάσουν κουδούνι και είναι αδύνατον ...
-Τον έταζε λαγούς με πετραχήλια. -Μη τάξης αγίου κερί και του παιδιού κουλούρι. -Μας τάζουν φούρνους με ψωμιά.
(1956)
-Του υποσχέθηκε πολλά και δεν του έκαμε τίποτε.
-Ό,τι τάξεις πρέπει να το κάνης, ιδίως το κερί στον άγιο και στο παιδί ότι έταξες να δώσεις.
-Τάζουν πράγματα υπερβολικά, που δεν θα τα κάμουν.
Τα πέσου το κόμμα σάμ' έν' εμωσμένο, έχω πουά τόστοι. σαμ' 'α νdα γριτσήσουν του έν bεζό, κανείς τζο ρωτά με.
(1957)
Τόστης=φίλος.
Το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους. σα θα το γρικήσουν πως είναι αδειανό, κανείς δε με ρωτάει.
Μη λες το σίρι σόν dόστη σου. Α νάρτη αν dαρός α εμώσει άσυρο το πόστι σου.
(1951)
Μη λες το μυστικό στο φίλο σου. Θα έρθει ένας καιρός που θα γεμίσει μ' άχερο το τομάρι σου.
Εμπιστοσύνη να μην έχει κανείς ούτε στους φίλους του. Κάποτε μπορεί να μαλώσει μαζί τους και να του κάμουν μεγάλο κακό. Με άχερο ...
Οι νομάτοι ζένουν σάμου τρών dα σταφύλε, οι ναίτσες ζένουν σαμού 'θίζουν dα τζίτζιφα.
(1951)
Οι άντρες ανάβουν όταν τρώνε τα σταφύλια, οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίτζιφα.
Οι Τούρκοι είναι δίνε μου κ "αι" να σε "υ" κείμαι
(1958)
Το χάραγμα τούτο εύρομεν επί της αψίδος του ναού της Αγίας Μαρίνης Φιλιατρών [Είναι αχρονολόγητον. Πιθανώς εχαράχθη πρό του 1800]
Αυτό το χτένι σ' αυτό το παννί, δεν ταίριαξε. Αυτά που μου λές είναι πράγματα αταίριαστα και ασυμβίβαστα
(1956)
Αν δεν ταιριάζαμε, δε συμπεθεριάζαμε. Για τους συμπεθέρους και καλούς φίλους, που διατηρούν καλές σχέσεις.
Το σταφύλι, φότεζ εν' σταφύλι, γρεύει πενενdάβου τσαι φτάνει.
(1951)
Το σταφύλι που 'ναι σταφύλι, κοιτάζει το 'να τ' άλλο κι ωριμάζει.
Σο χρόνο α φορά τρώ το τουκάνι
(1951)
Στο χρόνο μιά φορά τρώει το δοκάνι.
Τουκάνι είναι μία σανίδα κυρτή σα σκάφη, που έχει κάτω της δόντια από σκληρόπετρες. Δένεται πίσω από τ' άλογο, όπως η σβάρνα κι αλωνίζει. Οι πέτρες τρίβουν τ' άχερο και ξεχωρίζουν το ...
Αν τουρκέψω, να γίνω αγάς κι όχι καμηλάρης
(1956)
Για ένα που τον αναγκάζουν να κάνη κάτι που η συνείδησή του δεν το θέλει χωρίς να τον ικανοποιούν αναλόγων, για να έχη τουλάχιστον αυτήν την δικαιολογία.
Τα τάματα παντρεύουν παραλλάματα. ή Τα πολλά τα τάματα παντρεύουν τα ξιπάσματα.
(1956)
Με τις μεγάλες προίκες παντρεύονται και όσες δεν ήσαν για παντρειά.
Τα κάμι ζενεχάτι εν ο ταμbουράς μάθε τα, τσαί κρέμασ' τα σ' α γωνία
(1951)
Η πιο δύσκολη τέχνη είν' ο τάμπουρας. Μάθε τον και κρέμαστ' τον σε μια γωνιά.
Ο άνθρωπος πρέπει χωρις άλλο να ξέρει μια τέχνη στην ζωή του, οποιαδήποτε, για ώρα ανάγκης.
Άγιε Γιώργη ακριβά είναι τα σφουγγάτα σου
(1958)
Λέγεται όταν κανείς τιμωρηθή αυστηρά για ένα μικροπράγμα που άρπαξε. Το ιστορικό της είναι το εξής: Μια φορά παιδιά έπαιζαν το πήδημα εις το προαύλιο του αγιού Γιωργιού. Ένα από τα παιδιά ετάχθη εις τον άγιο Γιώργη να ...
Ούτε ο δαίμονας δεν τον θέλει αυτόν
(1956)
Όλοι εμείς οι παλαιοί θεωρούμε μεγάλη αμαρτία όταν αρχίζουμε να φάμε και όταν τελειώνουμε χωρίς να κάνουμε το σταυρό μας. Το φαγητό το παίρνει ο δαίμονας και εμείς κολαζόμαστε. Κάποια ημέρα ένας κουρασμένος από τη δουλειά ...
Βρε ΄πίσκοπε του Δαμαλά ούτε νου ούτε μυαλά τα μιρκά δεν ήθελες τα μεγάλα ΄γύρευγες. Γύρνα το χερόμυλο κούνα και το διάολο
(1959)
Μια φορά ήταν ένας ΄πίσκοπος του Δαμαλά (χωρίον) κ΄ επήενε στη θάλασσα να ψαρέψη με τη βάρκα. Όπου ήπιανε μικρά ψάρια κ΄ επειδή δεν ηυρίσκανε μεγάλα επήεν παραμέσα για να ΄βρη μεγάλα. Ύστερα ΄πελάωνε και τον ήπηρενε λοιπό ...
Άλλο Μέτσοβο χωριό
(1958)
Κατά την παράδοσιν την συνοδεύουσιν την παροιμίαν, είς τα Ιωάννινα εζούσε κάποιος τερζής (ράφτης) ο οποίος είχε αποκτήσει φιλίαν με κάποιον δερβέναγαν. Ο ράφτης έκαμνε δωρεάν ή με γελοίαν τιμήν την στολήν του δερβέναγα ο ...
Βάρα, βωρέ Ντούγλη! Βάρα καί σύ!
(1959)
Παλιότερα είχαν αμπέλια εδώ στους Οθωνούς κι ερχόνταν εργάτες από τη Χειμάρρα (αντίκρυ στην Ήπειρο) να δουλέψουν. Μια μέρα έφτασε κι ένα ντερέκι (= ένας μεγαλόσωμος, μποϊκλής) για να πιάση δουλειά. Δούλεψε 2-3 μήνες, γνώρισε ...
Τα κάνω θάλασσα, τα θαλασσώνω
(1950)
Εις πολλα ιδιώματα της Ελληνικής η λέξις θάλασσα λαμβάνεται ως μέτρον δηλβτικόν του πολλού, του αφθόνου.Ούτω εις την Αιτωλίαν, Εύβοιαν, Λέσβον και Πελοπόννησον λέγεται ο δείνα ξέρει τραγούδια θάλασσα αντί σαν τη θάλασσα, ...
Κόμ' ο δϊέβος μακρυναίνει το ράμμαν dου, σωστού νdα φέρει σην όχτην bάνου. Σαμ α νdα φέρει σην όχτην bάνου, α κόψει το ράμμα 'πό μακρά, α πέσει ση λίμbλη
(1951)
Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχτη απάνου. Όταν το φέρει στην όχτη απάνου, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη
-Σύρω: Σούρτα φέρ' τα. Όλο πηγαίνει κ' έρχεται, βιαστικός και έμφροντις. -Σέρν' ο ποντικός την ουρά τ', σέρνει και τα ποντικούδια τ'. Όταν κανείς πηγαίνη κάπου κι' έχη κι άλλους μαζί του. -Το πολύ το σύρε κι έλα φέρνει και καμία τρέλλα. -Σύρε κι έλα στην Ασκό, πέντε χρόνια μερτικό.
(1956)
Οι σχέσεις πρέπει να είναι μετρημένες.
Κόπος πολύς με εξευτελιστική απολαβή. Στα περασμένα χρόνια οι ναύται έπαιρναν αντί ωρισμένο μισθό, ελάχιστο μερίδιο από το ναύλο. (Ασκός χωριό 1050 κατ. στη Μαύρη Θάλασσα. Υπήγετο ...