Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11601-11700 από 11736
Νεγκασμένα γόνατα κι αναπαμένον ψήν
(1939)
Κουρασμένα γόνατα κι αναπαυμένη ψυχή. Λέγεται σε περιπτώσεις που αποφεύγει κανείς και περιφρονεί τα αθέμιτα κέρδη ή την κλοπή που μπορεί έτσι να λύσει το οικονομικό πρόβλημα και προτιμά να παλέψει και να κοπιάσει έχοντας ...
Ο Θεός κατά και το βουνόν θήκ το χόν'
(1939)
Ο Θεός αναλόγως το βουνό ρίχνει το χιόνι. Ο Θεός αναλόγως την καρδία του καθενός του δίνει. Επίσης χρησιμοποιείται και αρνητικά, π.χ. Όταν μια τσαπατσούλα γυναίκα μένει άτεκνη, λένε την παροιμία και προσθέτουν: Να έδινεν ...
Εγώ νύχτα μερ' δαβαίνω, εσύ ολημέρα 'κ' επορείς να δαβαίντς
(1939)
Εκεί που περνάω εγώ νύχτα εσύ το μεσημέρι δεν μπορείς να περάσεις. Λέγεται εγωϊστικά από κείνους, που θέλουν να κάνουν τον παληκαρά και τον άφοβο και να επιδείξουν ανωτερότητα σε ευψυχία απ' εκείνον στον οποίον απευθύνονται. ...
Η κόττα πίνει το νερό και κυττάει το Θεό
(1936)
Είναι παροιμία χριστιανική. Την λέγουν στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι εργάζονται όχι με ηθικά μέσα αλλά εκμεταλλευτικά, αντιχριστιανικά και οι αδικούμενοι φέρουν παράδειγμα την “κόττα”, η οποία πίνει νερό και δι' υψώσεως ...
Η πουλια βασιλεύοντας κι' ο καλός γεωργός αποσπέρνοντας
(1934)
Και άλλως: Όντας η πουλια βασιλεύει, ο καλός ζευγολάτης αποσπέρνει, κι ούτε τσοπάνης στα βουνα, ούτε ζευγάς στους κάμπους. Με την παροιμίαν αυτή δίδεται η εντολή στον καλό γεωργό ότι πρέπει προτου δύση η πουλια να έχη ...
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες, τράυα τώρα γέρο διάσκατζε
(1938)
Διάσκατζε=διάολε. Ο Δεσπότ΄ς δεν ευχαριστιόταν με τα μικρά ψάρια, και έδειρε τον υπάλληλό του. Πήγε ο ίδιος να ψαρέψη, τον έπιασαν οι πειρατές. Τον επήγαν στο Σέργιτσ΄ (σ΄ ένα ερημόνησο). Κει ήταν λεχούσα. Τον έστειλαν να ...
Το φας, το πιής εκέρδισες και το φορείς εχάρης τα δώσου dα χεράκια σου εκείνα dε να πάρης
(1930)
Ό,τι φας και πιής κερδίζεις μονάχα και χαίρεσαι τα ρούχα σου. Το ψυχικό που θα κάμης είναι ότι θα πάρης μαζί σου στον άλλον κόσμο. Το λένε για τους ακριβούς, τους φιλαργύρους
Τον κολυμπετήν 'ς σην έμπαν ατ' κι τερπούν άτον, 'ς σην έβγαν ατ' τερούν άτον
(1931)
Τον κολυμβητή δεν τον κοιτάζουν όταν μπη, όταν βγη τον κοιτάζουν
Τ' οφίδι πα αφήν'ν άτο πίν' κ' επεκεί σκοτών'ν άτο
(1931)
Και το φίδι το αφήνουν να πίνη και κατόπιν το σκοτώνουν
Είdα θα ἐνούμ' α ΄βρέξη κι α δε βρέξη που θα πάμε;
(1934)
Ο αγγειπλάστης δεν ήθελε να βρέξη, διότι θα κατεστέφοντο τα αγγεία του, άτινα είχεν εκθέσει εις τον ήλιον, ο δε γεωργός ήθελε να βρέξη δια να γίνουν τα σπαρτά του. Ο πρώτος μετά του δεύτερου ήσαν αδελφοί και ο καθείς έλεγεν ...
Τομ Μάρτι φύλαε ως τ' Απριλιού τοις δώδεκα, μη κάψης τσαι τα πανωκάτωφλα σου
(1935)
Ερμηνεία: Ωροσκοπική παροιμία διορίζουσα τα όρια του καλοκαιριού μόνον περί τα μέσα του Απριλίου
Αρνιούμαι του καλού μου γυιού για τη κατσή μου νύφφη
(1935)
Εκ του φόβου της κακής νύφης η πενθερά αναγκάζεται να λησμονήση του υιόν της
Εν να ξαποληθή η θάλασσα, που λαλούν
(1930)
Πολλάκις διηγουμένως της περί μεγάλης τρικυμίας την οποίαν έτυχε να ιδή λέγει έτσι θυμοί, έτσι φουρτούναν εν είδα ποττέ μου, είπουν εν να ξαποληθή η θάλασσα που λαλούν Η παροιμία αυτή έχει την αρχή έτι τινός παραδόσεως ...
Για την εκλογή της γυναικός ως συζύγου
(1939)
Κατα την λαϊκήν αντίληψην είναι λίγες οι περιπτώσεις που μπορεί να πετύχη κανείς στην εκλογή συζύγου, γιατί κατά γενικόν κανόνα είναι κακές όλες σχεδόν οι γυναίκες. Ο λαός λέει πως ατα τηςν εκλογήν της συζύγου του βάνει ο ...
Ο γάαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' εκρόκατσεν
(1930)
Επί των ζητούντων ν' αποφύγωσιν ενοχλητικάς δι' αυτούς αποκαλύψεις και αμηχανούντων προ τοιούτων οχληρών ανακαλύψεων επιληχίμων πράξεων και σφαλμάτων αυτών, ως ο όνος ο έχων πληγήν, επί της ράχεως φοβείται το στρατούρι, ...
Θέλω γυθιέ μου να 'χης χίλια πρόατα, 'μμε τσα εθ θέλεις, μηε κοτσίλι
(1935)
Κοτσίλι (κότσι) = χηλή ζώου
Ε βίει τ' αντζέλου του νερό
(1935)
Δε βίει τ' αντζέλουτου νερό. Βίει = δίδει. Επί των άγαν φιλαργύρων οίτινες και εις τον φύλακα άγγελόν των, όστις κατά τας λαϊκάς δοξασίας παρακολουθεί κάθε άνθρωπον, δεν προσφέρον ουδέ ένα ποτήρι νερό
Λιμπίνους μαγερεύομε κάτσετε να ψηστούνε να πα να τις τσι γλυκάνωμε να φάμε και να πιούμε
(1930)
Λέγεται επί υποσχέσεων ανεκτελέστων, επειδή οι λιμπίνοι θέλουν τέσσερες ημέρας περίου δια να γίνουν φαγώσιμοι
Ότ' λες μι τα χείλια σ' νάνι μιτιμένα, κι ότ' λες μι τ' γ καρδιά σ' νάνι μι τα πίδια σ'
(1939)
Προς τος εσωτερικούς εχθρούς ή κατ' επιφάνειαν φίλους
Τα γράμματα σ' φαντάγματα, υιέ μ', τη λύρα σ' παίξον
(1931)
Τα γράμματα σου είναι φαντασίες γιέ μου, τη λύρα σου παίξε. Κρωμ. Ματζ. Τραπ. Χαλδ. Ειρωνικώς προς τον αποστρεφόμενον την παιδείαν
Εαν δεν έλθω του Αγίου Μηνά. Του Αγίου Φιλίππου είμαι αυτού και να μου χαιρετάς παλιοκαπάδες
(1934)
Αυτά υποτίθεται ότι τα λέγει ο χειμών. Αν δεν έλθη την 11 Νοεμβρίου θα έλθη αφεύκτως την 14 και τότε οι κάππες των χωρικών πρέπει να τεθούν εις ενέργειαν
Απού 'ναι καλορρίζικος γεννά τσ' ο πετεινός του, τσ' απού 'ναι κακορρίζικος σκολά τσ' η όρνιθά του
(1932)
Ερμηνεία: Εις τους τυχηρούς συμβαίνουν και τα μάλλον απροσδόκητα αγαθά, τουναντίον εις τους ατυχείς
Δεν προφτάσανε να φάνε του γάμου τα κουμούτσια
(1938)
Ο κόσμος λέει: αν δε είναι καλή η νύφη και γίνουνε σπαρτσάδια οι δικοί και χωρίσουνε τα γονικά
Βρομεί ο Οβρηός τσαί το 'χειτ του, τσ' ότι τσ' αν αφεντεύγη
(1935)
Λέγεται και κυριολεκτικών περί των Εβραικών, και γενικώς περί ανθρώπων κακών και ρυπαρών
Η μισή ντροπή 'ιτσή σου τσ' η μισή 'ιτσή μου
(1935)
Λέγεται επί του αποτολμώντος να ζητήση τι παρά τίνος και ου η άρνησις θα εκθέση και τους δυο
Καλός καλός ο χοίρος μας αμμ' ήβγε χαλαζιάρης
(1935)
Χαλαζιάρης = ο παθών την νόσον χάλαζαν (νόσος των χοίρων εκδηλουμένη δια μικρών οιδημάτων, ιόνθων, ομοιών προς χάλαζαν εξ' ου και το όνομα). Λέγεται επί της διαγωγής ανθρώπου όστις φαινόμενος κατ' αρχάς ενάρετος, εν τέλει ...
Τον λύκον είπαν ατον 'θ' ευτάμε σε τσοπάνον 'κ' εκείνος πα έκλαψεν. 'Ντο κλαίς;' είπαν ατον- 'Κ' ινανεύ ατο είπεν
(1931)
Είπαν 'ς το λύκο ''Θα σε κάνωμε βοσκό'' κ' εκείνος έκλαψε. ''Γιατί κλαίς;'' του είπαν,''Δεν το πιστεύω'' είπεν
Ας είναι η πίκρα κι ο καμός όξ απού την αυλή μου κι ας είναι και τσή μάννας μου κι ας ει' gαι στ'ς αδερφής μου
(1930)
Δηλαδή καθένας μονάχα το σπιτι του αγαπά
Καιρός για φίλου σπίτι καί να κοιλιοπονά κι η γυναίκα ντου, και να μην έχη και ψωμί και να στάσση και το σπίτι ντου
(1938)
Ερμηνεία: Το λένε όταν βρέχη πολύ και είναι και κρύο πολύ
Τράντα χρονών λιβρόν κορίτσ' λεν ατεν παλαιγραία, κλίσκεται και χεροφιλεί, ρούζ'νε τα μασωτέρα 'τ'ς
(1931)
Τριάντα χρονώ τρυφερό κορίτσι το λένε παλιόγρια, σκύβει και φιλεί τα χέρια, πέφτουν οι τραπεζίτες της. Χαλδ. Ειρωνικώς επί παρήλικος κόρης
Ούς ν' απλών' το έναν το ποδάρ'ν ατ', τ' άλλο τρώει ο λύκον
(1931)
Ώσπου ν' απλώση το ένα πόδι του, τ' άλλο το τρώγει ο λύκος
Πουχει κατάρα βονιτσή, τομ Μα – ν εμπαίν' αργάτης, τσ' απουχει παπποονιτσή, εμπαίνει το Πρωτόλη
(1932)
Η ημερομίσθιος εργασία κατά τας μακράς και καυστικάς ημέρας του Μαΐου και του Ιουνίου είναι σφόδρα επίπονος
Πολλούς εία στο μπόϊμ μου αμμέ στη γνώμημ μου όχι
(1935)
Δηλαδή εις το ανάστημα και τα εξωτερικά οι άνθρωποι ομοιάζουν ευκολώτερον, δυσκολώτερον όμως εις τον χαρακτήρα.
Τσ' απού σε πάρη για χαρά, η πίκρα ετ του λείπει
(1935)
Λέγεται επί ανθρώπων οίτινες, αντί της ελπιζομένης παρ' αυτών ευδαιμονίας, προσπορίζουσι λύπας
Τα πλια τα λεν πλιά και μεις γίναμαν πλιά, φτάκαμαν στη Σαλαώρα!
(1936)
Η αναχώρησης των Ηπειρωτών με τα καραβάνια για την ξενητειά υπό Ερανιστου. Γράμμα το οποίον έγραψεν ένας Γιαννιώτης όταν έφθασε με τους αγωγιάτες στο λιμάνη της Σαλαώρας – δεν είχε γίνει ακόμη το λιμάνι της Πρέβεζας – το ...
Ο λύκον τα πόδας ατ' να εμέτρανεν, κουζούμ' κ' εχόρταζεν
(1931)
Αν μετρούσε τα βήματά του ο λύκος, δε θα χόρταινε φαγεί
Ο Μάρτ' ς είπεν για 'ς σην έμπα μ' για 'ς σην έβγα μ' τα σκυλλία θα βάλλω 'ς σην εβόρραν'
(1931)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης είπε ή 'ς το έμπα μου ή 'ς το έβγα μου τα σκυλλιά θα τα βάλω 'ς τον ήσκιο
Της Καλαμάτας το νερό και του Νησού τα ψάρια, της Κορωνιάς το γιάδεμα, μαραίνουν πακληκάρια
(1938)
Γιάδεμα = κεφαλόδεσμος των Κορωναίων γυναικών
Να μην ευρούσι το παιδί, τα άλλ' ο νους της μάννας
(1935)
Τα άλλ' = τα βάλλει, όσα βάλλει, σκέπτεται
Το ούτσι, ούτσι τέσσερεις (δηλαδή μήνες) κι η καρκατουρα πέντε και το κσυλί και το κατί εξήντα πέντε μέρες
(1939)
Τόσον καιρό εγκυμονούνε αυτά τα ζώα
Σα δεν ξέρ'ς τη ζάντζα τ'ς, μην πιάν'ς την άντζα τ'ς
(1939)
Ψυχολόγησε, προτού τολμήσεις
Τον έστειλα τον μπακλαβά εξηνταπέντα φύλλα, κείνος δεν μ' αποφάνηκε, τον έτρωγε στα ξύλα
(1937)
Ομιλεί η πεθερά ή η νύφη που έστειλε γλύκισμα (μπακλαβά) στον γαμβρό, ο οποίος άξεστος και ιδιοτελής τον έφαγε μόνος του, παίρνοντας μαζί του κάθε μέρα που πήγαινε στο βουνό να κόψη ξύλα (Αποφαίνονταν η νύφη=εμφανίζονταν ...
Ένα χρόνο κι' ένα μήνα έγνεθ' ένα 'δράχτι νήμα τι 'βανε και στο ραφάκι το 'φαγε τι ποντικάκι
(1937)
Για όσε ήταν ακατούνευτες (ανίκανες) και μολονότι ασχολούνταν πολύ χρόνο για ένα έργο, δεν κατόρθωναν παρά μικρά πράγματα, τα οποία ήταν και ανίκανες να τα διατηρήσουν
Λαγός πιπέρι έσπερνε, κακό στην κεφαλή του
(1938)
Η παροιμίαι ελέγετο ούτως και επιστεύετο κακώς ότι ο λαγός σπέρνοντας πιπέρι κάμνει κακόν εις εαυτόν, διότι θα τον καρυκεύσουν με αυτό, όταν τον φονεύσουν και τον μαγειρεύσουν. Αλλά ούτως η παροιμία είναι εσφαλμένη, ως και ...
Δος μου, μπάρμπα, την ψωλή σου, να γαμήσω μια γαϊδάρα. Ντα που 'ναι, μωρέ, η δική σου;. Να πα τη μαγαρίσω;
(1939)
Το λένε όταν ζητά κάποιος από άλλον κάτι, που έχει κι αυτός το ίδιο, μα δε θέλει να το μεταχειρίζεται, για να το διατηρήση πιο πολύ
Τετράδη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψης. Την Κυριακή μη λούζεσαι αν θέλης να προκόψης
(1937)
Για να μην θυμώση η τύχη (προκοπή) για τον καθένα, δεν πρέπει την Τετάρτη και την Παρασκευή να κόβη τα νύχια του και να λούζεται την Κυριακή
Ρόκα μου ροκίτσα μου, να σε πω τα πάθη μου, κάν τα λέω ψέματα να καή η ροκίτσα μου κι η ροκοπατίτσα μου
(1938)
Το λέει κάποιος όταν είναι πολύ στεναχωρημένος
Το gατσίβελο πάγαινανα να το gάννα βασιλέ και κείνος έγλεπε τα ξύλα και γήλεγε: Α μα ξύλα για κάρβουνα!
(1939)
Δύσκολα κανείς λησμονάει το παλιό του επάγγελμα, όσο και αν αλλάξουν οι συνθήκες
Τ΄αδέλφα νταν χωρίουνταν, ο ήλον πα ματούται, μουδέ ο ήλον μοναχόν τη ήλ η μάννα πάλι
(1931)
Όταν χωρίσουν τ΄αδέρφια κι ο ήλιος ματώνεται, μήτε ο ήλιος μοναχός, μα και η μάννα του ήλιου. Χαλδ. Ο αποχωρισμός των αδελφών εκ της κοινής πατρικής στέγης είναι αναγκαίον κακόν
Ο γυρεύον εγύρευεν κ΄ έδιν΄νεν για τη ψήν άτ΄
(1931)
Ζητιάνευε ο ζητιάνος κ έδινε για την ψυχή του
Σ' σήν ανεφορίαν το σύντεκνον ατ' κ' εγνωρίζ' και 'ς σήν κατεφορίαν το γάϊδαρον
(1931)
Ανεφορία τα μεσόγεια μέρη, κατεφορία δε τα παράλια. Σ την αντόν κουμπάρο του δεν γνωρίζει και ς την κατ.το γάιδαρό του
Τη μερμήκαν είπαν άτεν “πόσα οκάδας έρχεσσαι;”, “Σεράντα πατμάνια”, είπεν, “Αΐκον ψέμαν πα γίνεται;”, είπαν άτεν, “Εγώ με τ' εμόν το καντάρ' εξύχτα”, είπεν
(1931)
Είπαν στο μερμήγκι “πόσες οκάδες είσαι;”, “σαράντα πατμάνια” είπε, “γίνεται και τέτοιο ψέμα;” του είπαν, “Εγώ με το δικό μου το καντάρι ζυγίστηκα” είπε
Τι να σ' προυτουθυμ'θώ κρουμμυδάκ' μ', που κάθι χαψιά κι δάκρυ, ή τ' μυρουδιά σ' ή του κάψιμό σ'
(1939)
Περί προσώπων, των οποίων αι πράξεις είναι τοιαύται, ώστε να φέρουν πικράς αναμνήσεις
Αλλού πα' ο γάαρος τσ' αλλού ο Κωνσταντής
(1934)
Επί των ανικάνων και ως ονηλάται ακόμη να επιτύχουν εις την ζωή των. Ο πατήρ ενός νεανίσκου εν Καρπ. Λέγεται ως επαναλαμβάνων την φράσιν ταύτην δια την αδεξιότητα του υιού του να οδηγή φορτωμένον όνον εις τον προορισμόν ...
(Οι άλλοι όλοι) βαστούσαν τες γυναίκες των από τες βρακοζώνες
(1939)
Ερμηνεία: Συστράτευσαν τα γυναικόπαιδα, δεν ήσαν ικανός δια τα όπλα
Τ' αλεύρα ξένα κ' οι πεντικοί ταβίζ'νε
(1931)
Τ' άλευρα ξένα κ' οι ποντικοί μαλώνουν
Το 'μμάτιν εφοήθη τή βουλειά, αμμέ το χέρι έτ την εφοήθη
(1935)
Όταν αρχίση τις μίαν εργασίαν με προθυμίαν, την τελειώνει ενωρίτερον από τους προϋπολογισμούς του
Ασ σου εξέβεν ας σο κουμούδ' ν έθε είπεν πθού όθεν εξέβαι !
(1931)
Αφού βγήκε κτπλ.
Το πρόγατον επαραπονέθεν 'ς σον Θεόν και είπεν εμέν Αρμενάντ με φάτς' -'Κιάμ εμέν λένε ασφάτς' είπεν ο Θεόν κ' έγώ ΄κι χολκάσκουμαι
(1931)
Το πρόβατο παεαπονέθη ΄ς το Θεόν και του είπε “Εμένα οι Αρμένιοι με λένε φάτς” -”Εμένα όμως με λάνε ασφάτς” είπε ο Θεός “Κι όμως εγώ δε θυμώνω”
Να μαλώσω με το τέστο θα μου πη τις μουψαλιές του, να μαλώσω με γυαλί να του πω και να μου πη
(1939)
Ο κακός θα πη κακά
Τα δυο αδέλφα είν' καλά, τα τρία άλλο καλλίον, τα πέντε και τα τέσσερα κάστρα θεμελαμένα
(1931)
Τα δυο αδέρφια είναι καλά, τα τρία πιο καλύτερα, τα πέντε και τα τέσσερα είναι κάστρα θεμελιωμένα, Χαλδ. Επί της ισχύος των αλληλοβοηθουμένων αδελφών
Τη γραΐαν είπαν άτεν “'ς σον ουρανόν χαρά γίνεται” κ' εκείνε πα ερώτεσεν “η σκάλα απόθενκιαν' πάει;”
(1931)
Είπαν 'ς τη γριά “'ς τον ουρανό γίνεται γάμος” κ' εκείνη ρώτησε “αποπού είναι η σκάλα;
Τζούμπ' σον τον γάιδαρο σ' ους να εφτάντς τ' άλογο σ'
(1931)
Κέντησε το γάιδαρό σου ώσπου να φτάσης τ' άλογο σου|\Χαλδ. Εν περιπτώσει δυο επειγουσών εργασιών δεν πρέπει να παραμελήται η μια χάριν της ετέρας, όπως ο αγωγιάτης δεν παραμελεί τον όνον χάριν του ταζύτερον βαδίζοντος ίππου
Τη Γιάνν' τ' άλογον 'ς ση Γιάνν' το χωράφ'
(1931)
Του Γιάννη τ' άλογο 'ς του Γιάννη το Χωράφι.
Εγώ απιτάζω τον σκύλλον κι ο σκύλλον τ΄ουράδ' ν ατ
(1931)
Εγώ στέλνω σε δουλεία το σκύλλο κι ο σκύλλος την ουρά του
Απού του Κονόμου το χαρανί τσ' ας ε' τσ' ανάρτυτο
(1934)
Προτιμέτερον και υπό δυσμενείς όρους να έχη τις σχέσεις μετά των επιφανών προσώπων ή να σχετίζεται μετά των αφανών υπό καλυτέρας συνθήκας. Λέγεται επί γαμηλίων περιπτώσεων καθ΄ ας δέοντα να προτιμά τις οικογένειαν αρχοντικήν, ...
Μην ξανοίγης τη σκιανιά σου οντό βγαίνει ο ήλιος, το μεσημέρι την ξάνοιγε άπου 'ναι κούντουρη
(1938)
Το λέω στους φαντασμένους, που φουσκώνουν για ασήμαντα και πρόσκαιρα πράγματα, σκιανιά = σκιά, κούντουρη = μικρή, κοντή
Σκύλλος τον σκύλλο ώριζε κι ο σκύλλος την ουρά του, και η ουρά του πρόσταζε να πάη η κυρά του
(1936)
Για όσους έβαζαν να κάμουν μια εργασία κι εκείνοι την ανέθεταν εις άλλους μικροτέρους των
Άdρα μ', γ'ρούνι μ, γάϊδαρε, ποτό να κλάψω πρώτα
(1936)
Χωρική ευθυμολογία. Έλεγαν δηλαδή, ότι μιά γυναίκα πήγε το βράδυ από τ' αμπέλι στο σπίτι της και βρήκε τον άνδρα της πεθαμένο και το γαϊδούρι της και το γουρούνι της ψόφια. Και έλεγε έτσι, γιατί δεν ήξερε ποιό από τα τρία ...
Ο λύκος κι' αν εγε΄ρασε κι' άλλαξε το μαλί του, μήτε τη γνώση τ' άλλαξε μήτε την κεφαλή του
(1937)
Την έλεγαν, όταν κανείς έφθανε εις ώριμον ηλικίαν και εξηκολούθει να είναι ο ίδιος
Ο λύκος έχει το σβέρκο χονδρό γιατί κάνει τη δουλιά του μόνος του
(1936)
Σημείωση: Για να γίνη μια δουλιά μας καλή πρέπει να ανακατευτούμε οι ίδιοι και να μην αναθέσουμε σε άλλους που δεν θα έχουνε το ίδιο ενδιαφέρον
Κάμε το καλό και ρίξε το στο γιαλό κι' α δε το γρωνίση το ψάρι, θα το γρωνίσ' ο Θεός
(1938)
Ερμηνεία: Να μη ζητούμε ποτέ ανταπόδοση σε κάποιο καλό που θα κάμωμε. Αρκεί η ηθική ικανοποίησις
Τσαινούριο καλαθάτσι μου τσαί που να σε κρεμμάσω, (να σε κρεμμάσω στα ψηλά μη τύχη τσαί σε χάσω)
(1935)
Ερμηνεία: Το Αον ημιστίχιον λέγεται παροιμιωδώς επί νέων προσώπων ή πραγμάτων, τα οποία ιδιαιτέρως τιμώμεν, περιφρονούντες τα παλαιά
Ειδίς του φακό πηρίν νερό; Κόψ' τς λειπστήρες κι' έλα δω
(1938)
Παρεμφερής αστράφτω 6
Κάλλια πέντε μέρες πέτος πέρι δέκα μέρες κόττα
(1931)
Παροιμία δηλούσα ότι είναι προτιμότερον να ζη τις ολιγώτερον με ανδρισμόν και αξιοπρέπειαν ή περισσότερον ανδραποδωδώς. Πρβλ. το γνωστον: “Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!”
Τον ταμιρτσήν (ή τεμιρστήν) με το ξυλομάκελλον έθαψαν
(1931)
Τον σιδηρουργό με την ξύλινη τσάπα τον έθαψαν
Τα λώμματα τ' ετίμεσαν, ο κύρ' κ' η μάννα κ' ετίμεσαν
(1939)
Την τιμή που δώσαν τα ρούχα, δεν την έδωσαν ούτε οι γονιοί
Βαρείς μαστόρισσα; αν δώης γάλα κι τ'ς μάννας μ'
(1939)
Επί φιλονεικία και έριδος περί μελλόντων πραγμάτων και αδυνάτων λεγομένη. Εμορφώθη από κάποιο ανέκδοτον, καθ' ο Αθίγγανος των επιθυμιών να γίνη κάτοχος στοβάτων και φαντζόμενος ότι ήδη κατείχεν αυτά, παρώτρυνε την σύζυγόν ...
Πρώτον βούκαν π΄ έρπαξεν και μικρός π΄ εγυναίκιξεν καμμίαν ΄κ΄ εκομπώθεν
(1931)
Όποιος άραπξε την πρώτην μπουκιά κι όποιος παντρεύτηκε μικρός ποτέ δε γελάστηκε. Κερ. Ο προλαβών να φάγη δεν διατρέχει τον κίνδυνον να μείνει νήστις, αν το φαγεί δεν αρκέση εις όλους και ο νυμφευθείς μικρός θα έχη μεγάλα ...
Την κάταν είπαν άτεν το σκατό σ' μούσκον εν κ' εκείνε πα εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν άτο
(1931)
Είπαν 'ς τη γάτα η ακαθαρσία σου είναι μόσκος, κ' εκείνη έσκαψε και την έχωσε
Να ταν η θάλασσα κρασί κι του καράβι κούπα η Μαρμαράς χλωρό τυρί κι η κάbος όλος πίττα
(1939)
Την έλεγαν οι αγωγιάται και οι αμπελουργοί, όταν ανερχόμενος εις τα βουνά, έβλεπον ολόκληρον την πεδιάδα της Θράκης, αφ' ενός και αφ' ετέρου την Προποντίδα με τον Μαρμαράν
Ενεννήντ' εννέα κι' άλλ' έναν εκατόν
(1939)
Λέγεται μέ κάποια αποφασιστική χειρονομία γιά νέα θυσία στήν οποία υποβάλλεται κανείς ύστερα από πολλές άλλες, ή καί συγαταβατικά γιά ανοχή καί συγχώρηση καινούριου λάθους ή σφάλματος ή στραπάτσου ανοικονόμητου ανθρώπου. ...
Κι θα έρχουσνε, σύντεκνε, κι ας τ΄έρθες πα, καλώς όρισες ή καθ΄κα ας τρώγομε
(1939)
Ερμηνεία: Λέγεται με κάποιο στωικισμό σε ατυχήματα που μας συμβαίνουν, για να συστήσουν υπομονή κ΄εγκαρτέρηση, ή όταν περιμένουν αγόρι και γεννιέται κορίτσι
Κι θέλ' άτον κι παίρν' άτον, κυλίξ' τ' άτον ας έρται
(1939)
Δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω, κυλάτε τον κ' ας έρθει
Έκαμεν της Λαμπρής της το γέλοιο
(1937)
Εις την Δύσιν τον Μεσαίωνα και μέχρι του 18ου ακόμη αιώνος υπήρχε το έθιμον του “Πασχαλείου γέλωτος” (Risus paschalis). Οι Ιεροκύρηκες δηλονότι από σκοπού, κατά το πασχάλειόν των κήρυγμα προεκαλούν τον γέλωτα των ακροατών, ...
Στης γυναίκας το πράμα σκόρδους τσ΄ αντζινάρες να φυτεύγης
(1934)
Εις τα κτήματα της γυναικός μόνον φυτά μονοετή (σκόρδον, αγκινάρα) δέον να φυτεύωνται. Η έννοια της παροιμίας είναι καταληπτή μόνον εις τους γινώσκοντας τα νομικά έθιμα της Καρπάθου, καθ΄ α η περιουσία της συζύγου παραδίδεται ...
Ο λόος σου με χόρτασε τσαι το φαείσ σου φα το
(1935)
Δηλαδή ο καλός τρόπος και η ευγένεια είναι προτιμοτέρα από τα υλικά δώρα
Τα 'ικά σ' αμπέλια φράτσε τσ' απού τ' άλλα τι σε μέλλει;
(1935)
Λέγεται δια τους πολυπραγμονούντας περί των ξένων υποθέσεων
Ντο εν του καμελί ορθόν, να έτον και η γούλα 'θε;
(1931)
Τί είναι της γκαμήλας ίσιο για να είναι και ο λαιμός της;
Μια σπιτιάτα δε σε βγάζει στην παζάρα, μιά διακονάρα σε βγάζει
(1931)
Σπιτιάτα=γυναίκα. Παοριμιώδες λόγιον δηλούν ότι πρέπει να περιποιήται τις περισσότερον τας κατωτέρας τάξεως γυναίκας, διότι αυταί, τυχόν δυσαρεστούμενα, σε εκπομπεύουν, ενώ αι ευγενούς τάξεως τοιαύται ουδέποτε θα σε εκθέσουν, ...
Το καμέλιν είπαν γιατί η γούλα σ' εν ζαρόν; και είπεν και ποίον μέρος του κορμί' μ' εν ίσον;
(1931)
Είπαν 'ς την καμήλα: γιατί ο λαιμός σου είναι στραβός; και είπε και ποιό μέρος του κορμιού μου είναι ίσιος
Έδεσαν το ταούλ' σην ράχαν – ατ, κι' ατοίν κρούνε τα κοπάλα
(1939)
Δεσανε στη ράχη του το τύμπανο, κι' αυτοί χτυπουν με τους κόπανους
Εγώ γαϊδούρι – μ' πουλώ – σε, ναϊλοί ποι θ' αγοράσει-σε
(1939)
Εγώ γαϊδούρι μου σε πουλώ, μα αλλοίμονο σε κείνον που θα σ' αγοράσει