Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10201-10257 από 10257
Αν σε φάη οχηά καν και παρηγοριά. Αν σε φάη ο γυιός της Μπίλιος όσο να κεντρώση ο ήλιος. Αν σε φάη ακονάκι ξυναράκι και φκιαράκι και στο Άγιο Νικολάκι
(1922)
Μπίλιος = κοκινοπόν και μεγάλο μέχρι του γοφού σχεδόν. Ακονάκι = μικρό και λεπτό φίδι Λέγουν στο χωριό μας και τα εξής δίστοιχα σχετικώς με το δάγκωμα από τα φίδια, άσχετα όμως με την πραγματικότητα
Άσπρη ρασε, μαύρη ρασε, δεν είν' το πάπλωμα για σε
(1920)
Ρασε= το εκ χονδρού μαλλίου κατασκευαζόμενον υπό χωρικών ύφασμα όπερ λευκαινόμενων χρησιμεύει προς κατασκευήν Κρητικήν καπότων (χλαινών) ή κουβερτών
Ας ούλων το κακόν το παιδίν κι ας ούλων ο καλόν ο γαμπρόν
(1929)
Το χειρότερο απ' όλα τα παιδιά κι ο καλύτερος απ' όλους τους γαμπρούς
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)
Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί
Αναβάστα γρά το γέρο να τον έχωμε το θέρος, κι' απής αποθερίσωμε, θένά τόνε τσουρήσωμε
(1920)
Αναβατώ=υποβοηθώ δια των χειρών, ανακουφίζω, Τσουρώ=κατρακυλώ, κυλινδώ
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Απ' ακοής αλέθ' ο μύλος
(1920)
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον. Έστω π.χ. Ότι είναι ένας καθηγητής σ' ένα σκολειό, εσωσένε μιά φορά να βγάλη όνομα καλό, ότι Δηλαδή: είναι καλός καθηγητής, έτσι πια θα πάη το βίος του, Δηλαδή: από τον ένα στον άλλο ...
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα
(1929)
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθερν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς ...
Έπιασα έναν Τούρκο. - Φέρ' τον κάτω. - Τον φέρνω, μα δεν έρχεται. - Ας τον κι' έλα μοναχός. - Τον αφίνω, μα δεν μ' αφίνει
(1923)
Παραλλαγαί αυτής αντί της λέξεως Τούρκος έχουν την λέξιν κλέφτης, ερμηνεία: η πέμπτη φιλοπαιγμόνως πως δηλοί ότι όχι μόνον είναι κακός ο Τούρκος, αλλά και επ' αυτοφώρω συλλαμβανόμενος άδικων απειλεί τον αδικηθέντα
Εκάεν υλέε, κ' είνας μάννα π' εγέννεσεν οφίδ' είπεν 'ναηλί εμέν, θα καίεται τ' οφίδ' μ'
(1929)
Κάηκε το δάσος και μια μάννα που γέννησε φίδι είπε: ''αλίμονό μου, θα καή το φίδι μου''
Εκυλίεν ο γάϊδαρον κ' εξύαν τα κοκκία, ο γέρος κλαίει το γάϊδαρον κ' η γραία τα κοκκία
(1929)
Κατρακύλισε ο γάϊδαρος και σκόρπισε το σιτάρι, ο γέρος το γάϊδαρο κ' η γριά το σιτάρι
Ας ση σκυλλί το ποδάρ' το λιθάρ' κ' εγουεύω
(1929)
Δε λυπουμαι την πέτρα από του σκυλλιού το πόδι
Όπ' σπέρν' ου πατέρους ουμ κι κλαίει; Θιρίζ' η μάνα μ' κι γιλάει. Κι όπ' σπέρν' ου πατέρας ουμ κι γιλάει, θιρίζ' η μάνα μ' κι κλάει
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και δεν βροντούν δια να ακουστούν
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και βροντάνε
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Ο άναργος κι ο γλήγορος αντάμα γιοματούνε
(1926)
Άναργος ενταύθα έχει την σημασίαν του βραδύς, “γλήγορος” δε του ταχύς. Παρεμφερής η παροιμία προς την των αρχαίων: “Σπεύδε βραδέως” με σχέσιν αιτίου και αποτελέσματος. Δηλαδή και ο ταχύς και ο βραδύς θα φτάσουν συγχρόνως ...
Σ' εγύρευα με το κερί και σ' ηύρα με τον ήλιο
(1926)
Επί των ανελπίστως συναντώντων τινά, προ πολλού επιμόνως αναζητούμενον, ή επί των επιτυγχανόντων εφετόν τι απροόπτως και ακόπως
Χωριό με δώδεκα σπίτια και με δέκα τρείς γερόντους
(1926)
Λέγεται περί των διενέξεων και διχογνωμοσύνης επί κοιντικών υποθέσεων εκάστου υποστηρίζοντος ιδίαν γνώμην εκ πείσματος. Πρόκειται περί του πατρογονικού ελαττώματος του κομματισμού και της εν πάσιν αρχομανίας του έλληνος, ...
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια
(1926)
Σοφωτάτη η συμβουλή, αλλά δυστυχώς δέν ευρίσκει ευρείαν εφαρμογήν εις τούς Ρωμηούς, οι οποίοι “δίνουν καί τήν κάπα τούς γιά καυγά!” Είπε καί ο σοφός Σολομών: Κρείσσων ζωμός μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πολλών αγαθών καί ...
Το κέντισμα είνε γλέντισμα κ' η ρόκα το σεργιάνι, Η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είνε σκλαβιά μεγάλη
(1926)
Περιγράφει το τετράστιχον τούτο εις ποία έργα ενήδονται αι γυναίκες και ποία είνε εις αυτές απεχθή. Το κεντάν και το νήθειν θεωρούσιν ευάρεστα, ενώ το ανατρέφειν νήπιον εν τω λίκνω και το υφαίνειν αποτελεί οι αυτάς δουλείαν!
Επήγα ΄ς σο σύντεκνο μ΄ να μη παίρ με καπίτζ κ' επήρε με διπλόν καπίτζ
(1929)
Πήγα ΄ς τον κουμπάρο μου για να μη μου πάρη αλεστικά και μου πήρε διπλά αλεστικά. Κρωμ. Τραπ. Ιδε 209.
"Ας πάγω 'ς ση σύντεκνου μ' τη χαμαιλέτεν να παίρ με ολίγον καπίτζ."
(1929)
(Ας πάγω ΄ς του κουμπάρου μου το μύλο για να μου πάρη λίγα αλεστικά) Σαντ. Επί της μη πραγματοποιήσεως της παρά τινός προσδοκώμενης ωφέλειας ή της περισσοτέρας δαπάνης κατά τας προς φίλους ή συγγενείς συναλλαγάς.
-Καλημέρα σύντεκνε έρθα ς' εσέν να πάρις με ολίγον καπίτς. -Καλό 'ς το σύντεκνο με απ' εσένα θα πάρω πολλά καπίτς.
(1920-08-03)
Επί περιστάσεως καθ' ην μεταβαίνουν προς συγγενή ή φίλον, ίνα αγοράση τι ευθηνότερα λαμβάτων αυτό ακριβώτερα αυτού, 'η ως ήθελε το αγοράσει παρά ξένου.
Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Η παροιμία αυτή ήτο εν χρήσει παρά τους αρχαίους ως φαίνεται εκ της ομηρικής φράσεως:
"Όστις δ' ομιλόν ήδεται κακοίς κνήρ τοιύτος έστιν ώσπερ ήδεται ξυνών"
Εκφέρεται δε η ανωτέρω παροιμία και κατ' άλλον τύπον: "Όμοιος ...
Δήξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Ήτο εν χρήσει κα παρά τοις αρχαίοις όστις δ' ομιλών ήδιται κακοίς ανεία τοιούτος έστιν οίσπερ ήδεται, ξυνών. Εκφέρεται δε κια αλλιώς η παροιμία "όμοιος τον όμοιον αγαπά" πρβλ. αρχ. "όμοιος ομοίω αεί πελάζει και τέτιξ τέττιγι ...
Σπίτι μου σπιτάκι μου σπιτικαλυβάκι μου, έκλασα κι απόκλασα και κανείς δε μ' άκουσε.
(1920)
Ο άνθρωπος πρέπει να ποτιμά την ιφίαν οικίαν, έστω και ευτελής και πενιχράν, αντί οιασδήποτε άλλης ξένης.
Άμα σφίγγ' η μύγα του γουμάρ, του διαβαίν' του μλάρ
(1920)
Και ο ανίκανος βιαζόμενος δύναται να υπερβή τον εκ φύσεως ικανόν.
Παράδοσις: Μια φορά σ'ένα χωργιό επιάσανε μι'α άλπου ζωντανή και την εγδάρανε, γιατί τους είχε κάμει πολλαίς ζημιαίς! Ύστερα την ερωτήσανε πως περνάει κεκείνη τους αποκρίθηκε: "Απ' το σώγαμπρο καλλίτερα!"
(1926)
Ο σώγαμπρος είναι σκατάνθρωπος, διότι μπαίνει σε ξένο σπίτι και τρέφεται από τα πεθερικά του, τα οποία τον βρίζουν πολλάις φοραίς.
Ανάθεμα να 'χη, άφησέ τον, είναι τουρκανάκατος, είναι τουρκόπιασμα
(1923)
Την φράσιν λέγει ο ερεθισείς υπό τινος μετά σφοδράν προς αυτόν έριδα.
Αι λέξεις τουρκανάκατος, τουρκόπιασμα δεν έχουν ενταύθα την κυρίαν (πρώτην) σημασίαν των, δεν σημαίνουν δηλ. τον γεννηθέντα εκ Τούρκου και Χριστιανής, ...
Τον Τούρκο όλη την ημέρα να τον έχης στην αγκαλία, λίγο αν τον αφήσεις να ξεκουρασθή αμέσως θα πη γκιαούρ(*)
(1923)
(*)Άπιστε
Και δια των τριών τούτων παροιμιών συνενούνται με την φιλοχρηματίαν αν και την προς την αρπαγήν ροπήν του Τούρκου αι συγγενείς ψυχικαί διαθέσεις της αχαριστίας και απληστίας, αίτινες εξ ίσου είναι χαρακτηριστικαί ...
Αν φιλοξενήσης Τούρκο, θα σε ζητήση και ντις παρασί(*)
(1923)
(*) Αμοιβήν δια τον κόπον των οδόντων του. Αμφότεραι αι λέξεις είναι τούρκικαι. Ντίς=οδούς. Και δια των τριών τούτων παροιμιών συνενούνται με την φιλοχρηματίαν και την προς την αρπαγήν ροπήν του Τούρκου αι συγγενείς ψυχικαί ...
Χαίρεται ο Τούρκος στ' άλογο, κι ο Φράγκος στο καράβιν
(1923)
Εις την δευτέραν εκδηλώνει ο ελληνικός λαός κυρίως τίνα ιδιότητα ως ουσιώδες γνώρισμα, ως κυρίαν κρατικήν δύναμιν, ανεγνώριζες εις εκάτερον των αντιπάλων, των διεκδικούντων την κατοχήν και κυριότητα της πατρίδος του. Το ...
Σε Τούρκου σπίτι να τρώς, αλλά να μην κοιμάσαι, σε Οβριού σπίτι να κοιμάσαι, αλλά να μην τρως και σε Χριστιανού να τρώς και να κοιμάσαι
(1925)
Ο α είναι ασελγής, ο β δόλιος
Μωρ' τι γυρίζεις σαν του Τούρκου τάλογο, του Γύφτου το γαϊδούρι;
(1923)
Δια της ενδεκάτης ευρίσκεται κοινόν γνώρισμα Τούρκου και Γύφτου η ασυδοσία εις τα ζώα των, διότι το μεν του Τούρκου ως ζώον του αγά, του αφέντη, γυρίζει ελεύθερον χωρίς ο ραγιάς να τολμά να κακοποιήσει αυτό και ζημιούν ...
Ο Τούρκος αν κάμη καλό στο Χριστιανό, ανάβει καντήλι στο διάβολο
(1923)
Δια της δεκάτης εκδηλώνει ο ελληνικός λαός τίνα αντίληψην έχει περί των ψυχικών διαθέσεων του Τούρκου προς τον Έλληνα παραβάλλων την προς Χριστιανόν ευεργεσίαν του Τούρκου ως αφοσίωσίν του προς τον διάβολον. Τόσον δύσκολος ...
Τούρκος (παράγωγα) Τουρκοβούνι/ Τουρκί/ Τουρκοπαιδεύω/ Τουρκοφάγωτον/ Τουρκόφανα/ Τουρκοκαλόϊρους (Τουρκοκαλόγερος)/ Τουρκοκοτζαμπάσης/ Τουρκόγερος/ Τουρκοπόταμος/ Τουρκοεβραίος/ Τουρκοβασίλης/ Τουρκογιάννης/ Τουρκοδημήτρης/ Τουρκοπαναγής
(1923)
Τουρκοβούνι, όπως και τουρκί, κάθε άγριο βουνό. Τουρκοπαιδεύω, δηλ. Βασανίζω ως Τούρκος, λέγουν εν Σάμω. Τουρκοφάγωτον λέγεται το αυθαιρέτως καταληφθέν εν Πόντω. Τουρκόφανα λέγεται είδος αφάνας με τραχείας ακάνθας εν ...
Αν δεν τέργιαζαν δεν συμπεθέριαζαν
(1922)
Ως και άλλοτε είπομεν οι παρ ημών, ιδίως αι γυναίκες εισί λίαν φιλοκατήγοροι και επιρρεπείς περί το επιπολαίως επικρίνειν, διό οσάκις γυνή τις κατηγορεί οικογένειαν τινά νεωστί συνδεθείσαν μετά τινός άλλης της αυτής ...
Αν δεν φάη ου Χριστιανός κουπριές, δεν τρώει ου Τούρκους χαλβά
(1923)
Και της εβδόμης, δια της οποίας στιγμάτίζονται οι καταδόται, εξαιρείται η αντίθεσις των δύο φυλών δια της αντιπαραβολής των συναισθημάτων, άτινα γεννώνται εις την ψυχήν του Τούρκου και του Έλληνος συγχρόνων εκ της αυτής ...
Ο δκιάολος αρώστησεν τζ' ετάκτητζεν ν' αγιάση τζ' άμα έγιανεν εμετανόησεν
(1921)
αυτ. σελ. 72 [Ο δ. α. τζ' ετάκτην ν' αγιάνη -] - αυτ. σελ. 106 [ο δ. α τζ' ε να. τζ' οκ τζ' εγίανεν ε.]
Επί εκείνων, οι οποίοι αναιρούν τον λόγον των, των υποσχέσεων των, των οποίων έδωκαν.
Τον Τούρκον η δείρ' τον ή μη τον φοβερίζης
(1923)
Εις την δεκάτην περιέχεται η συμβουλή, ότι η μεν απειλή αυξάνει την αγριότητα του οξυθύμου Τούρκου, η δε πλήρης ταπείνωσις αυτού δύναται να σώση τον συγκρουόμενον προς αυτόν.
Εις πάσας τας νυν το πρώτον δημοσιευομένας ...
Τούρκον είδες άσπρα θέλει, άλλον είδες, άλλα θέλει
(1923)
Και διά των τριών παροιμιών διαδηλούται το φιλοχρήματον του Τούρκου, η χαρακτηριστικωτέρα ίσως μετά της ωμότητος, ιδιότης της τουρκικής φυλής. Και δια της δευτέρας και της τρίτης παροιμίας και των πολλών παραλλαγών αμφοτέρων ...
Τούρκος ήρθε, γρόσα θέλει, κι άλλος ήρθε, κι άλλα θέλει
(1923)
Και διά των τριών παροιμιών διαδηλούται το φιλοχρήματον του Τούρκου, η χαρακτηριστικωτέρα ίσως μετά της ωμότητος, ιδιότης της τουρκικής φυλής. Και δια της δευτέρας και της τρίτης παροιμίας και των πολλών παραλλαγών αμφοτέρων ...
Τον Τούρκον πι λέει ατον καλός εν, εφτά χρόνεα μετάδοσι κι ρουζ' εατον
(1923)
Όποιος λέγει πως ο Τούρκος είναι καλός, εφτά χρόνια μετάδοσι δε του πέφτει. Η τρίτη εντονώτερον βεβαιοί το αυτό δια της προσθήκης, ότι ο ισχυριζόμενος ότι ο Τούρκος δεν είναι κακός διαπράττει τοιούτον έγκλημα, τόσον καταφώρος ...
Εμέν μάννα 'κ' εγέννεσεν, εμέν κύρις 'κ' εποίκεν, εμέν κορώνα ξέρασεν απάν' 'ς σο μεσοστρατίν, έσειξεν το φτερούλιν ατ'ς κ' εμέν εκαταρέθεν 'να μη χαρής, να μη χαρής, να μη καλόν ελέπης
(1929)
Εμένα μάννα δεν γέννησε, εμένα πατέρας δεν έκανε, εμένα κόρακας ξέρασε απάνω 'ε το μεσοστρατί, κίνησε τη φτερούγα του και με κατραράστηκε
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85
Σήκω σύ να κάτσω 'γώ – Σώπα σύ και 'γώ μιλώ – Είντα ορίζεις, αφέντη μου;
(1925)
Ζήτησις συμβουλή περί επιλογής νύμφης. Προέλευσις εξ του εξής μύθου. Μια φορά ένας νέος ήθελε παντρωτ'η και τότε συμβουλεύγανε οι συγγενείς του, ο ένας τα πάρη γυναίκα πλουσία, ο άλλος γραμματισμένη και ο άλλος φτωχή. Ετσά ...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ...