Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 975-994 από 3101
-
Ήκουα κι' εω Βλακάδες κι εκείνοι 'ν' ανέμοι και κρϋάδες, (η εκείνο)
(1963)Βλακάδες = είναι επώνυμο : Βλακός -
Ήκουα τα κουδούνια σου και θάρου gαί τα ζά σου
(1928)Γίνεται θόρυβος γύρω από ένα πρόσωπο που δεν του ταιριάζει. -
Ήκουα τα κουδούνια σου κι εθάρρου gαί τα ζά σου
(1963)Λέγεται για κάτι, που αποδεικνύεται υπερβολικά φημισμένο. Π.χ.”Ήκουα 'δα,λέει, τα...” Άρχοdας ελέουdα gι' αυτός και πουλεί τη bεριουσία dου, ιατί χρωστεί,λέει. -
Ήλλαξεν ο Μανωλιός κι' ήβαλε dα ρουχ αλλοιώς
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται για φαινομενική και όχι ουσιαστική αλλαγή -
Ήλλαξεν ο Μανωλιός κι' ήβαλε τη βράκ' αλλοιώς
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται για φαινομενική και όχι ουσιαστική αλλαγή -
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους -
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή -
Ήρθανε τ' Απολάκια
(1963)Το λένε οι βοσκοί, σαν αστείο, επειδή την περίοδο αυτή αρχίζει να λιγοστεύη το γάλα και επομένως και το ειδόδημά τους. Την ημέρα των Αγίων Αποστόλων διακόπτουν το συνεταιρισμό τους, ακολουθεί λοιπόν ξεκούραση. πχ. Ήρθα d' ... -
Ήρθε dου σα dου έρου στην Αϊά
(1928)Αϊά = Αγιά, Ερμ : Είναι κάποιο πανηγύρι, μακρυά από δω στο Β.Δ. Μέρος της Νάξου, στην θάλασσα κοντά. Πάνε και κάνουν δεκαπέντε μέρες εκεί, τον Δεκαπενταύγουστο. Το πανηγύρι είναι στας 15 Αυγούστου ως φαίνεται συνέβηκε ... -
Ήρθε dου, σα dου έρου στην Αϊά
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται, όταν ξαφνικά θελήση κανείς κάτι και επιμένει να το κάμη ή βρίσκεται σε διέγερση, σε υπερβολική ευδιαθεσία κ.τ.λ. -
Ήρθε dου, σα dου Σάκκου στο λοgό
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν. Ο Σάκκος = παρατσούκλι -
Ήρθε gι' άλλος α' τη Κώ και 'υρεύγει μερδικό
(1963)Λέγεται όταν πολλοί, ο ένας μετά τον άλλον ζητούν κάτι από τον ίδιον άνθρωπο ή από το ίδιο σπίτι -
Ήρθε gι' άλλος α' τη Χιό και 'υρεύγει μερδικό
(1963)Λέγεται όταν πολλοί, ο ένας μετά τον άλλον ζητούν κάτι από τον ίδιον άνθρωπο ή από το ίδιο σπίτι