Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 454-473 από 3101
-
Γνώση και πράξη να φορής νάσαι καλά dυμένος και με τσι μεγαλύτεροι νάσαι συdροφιασμένος
(1963)Δηλαδή να σκέπτεσαι σωστά, να μην είσαι μόνο λόγια παρά να κάνης και έργα και να συναναστρέφεσαι με μεγαλύτερούς σου. Τότε είσαι προφυλαγμένος -
Γνωρίζουdαι dα μάουλα, που τσ' έχου τζ' αλειχήνες
(1963)Λέγεται όταν κατηγορής κάποιον για ελάττωμα που δεν έχει ή που το έχεις εσύ. -
Γνωρίζουνται τα μάουλα που τζ' αλειχήνες
(1928)Μη μου κατηγοράς κάποιονανε που είναι καλός ή πάλι μη μου λες πως είναι καλός αφού δεν είναι. Μη μου λες ποτέ κάτι που φαίνεται και το ξέρουν όλοι. -
Γρϊά κι' αν εστολίζουσου, στ' ανήφορο 'γνωρίζουσου
(1963)Ερμηνεία: Δηλ. Τα γηρατειά, όσο κι' αν προσπαθούμε να τα κρύψωμε, δεν κρύβονται -
Δανείσετε χηράδες τω νιόπαντρω φιλί
(1928)Να πούμε εγώ είμαι φτωχιά και σεις που είστε κάπως καλλίτεροι από μένα θέτε να σας βοηθώ, να σας οικονομώ κ.λ.π. -
Δανείσετε, χηράδες, τω νιόπαdρω φιλί
(1963)Λέγεται, όταν, ενώ έχει κανείς κάτι εν αφθονία, το ζητά από άλλον, που έχει λιγώτερο -
Δανεικά εί' da κούρταλα του 'άμου
(1963)Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Δηλ. ό,τι κάμης, θα σου κάμουν -
Δανεικά εί' dα προζύμια
(1963) -
Δανεικά κι' ανούστρεφα
(1928)Το λέμε όταν δανείσωμε κάτι και δεν μας το φέρουνε ή ξέρωμε πως δεν έχουνε να μας το φέρουν : “Εδάνεισά του διακόσα φράγκα, μα είναι δα δανεικά κι' ανούστρεφα” -
Δανεικά κι' ανούστρεφα
(1963)Λέγεται, όταν δανείζεται κανείς κάτι και δεν το επιστρέφει. Π.χ. “Ό,τι δανειστ' ευτή είναι δανεικό κι' ανούστρεφο” -
Δε 'δα το σκύλο στη στάχτη, κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι!
(1963)Λέγεται για το λαίμαργο ή ρον άρπαγα -
Δε (ιδές) δα το σκύλλο στη σταχτή κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1931)Το λεν όταν αρπάξη, όταν κλέβη κανένας τίποτα που δεν έχει αξία