Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 372-391 από 670
-
Μήδε κάτ' από τ' αμάξ, μήδε πάν' από τ' αμάξ
(1939)Εσήμαινε τον πολύ ιδιότροπον άνθρωπον. Ομοία τουρκική: Νε αραμπατάν ασαά, νε αραμπατάν γιοκαρί -
Μην τα κ'μνες, γαϊδάρα, να μη στα τραγουδώ. Μήτε παπά φοβούμαι, μήτε πνευματικό
(1937)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Μι τ' π'θαμή σ' δι μιτρούνα
(1938)Συνήθως ως απειλή εις ανθρώπους προτιθεμενους να κάμουν αυθαιρεσίας -
Μί τον ήλιο τα βγάζουμε με τον ήλιο τα βάζουμε. Τ' έχ' να τα έρμα κι ψοφούνα;
(1939)Περί των οκνηρώμ ανθρώπων οι οποίοι δεν εγνώριχον την αιτίαν της πενίας και της δυσπραγίας των. Κυρίολεκτικής πρόκειται περί ποιμένων οι οποίοι πολύ μετά την ανατολήν του ήλιου ωδηγούν τα πρόβατα εις βοσκήν και πολύ προ ... -
Μιά καϊκα, μιά βουλίκα
(1941)Ερμηνεία: Δια τους πολύ σπατάλους άνδρας και γυναίκας οι οποίοι εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος διεσπάθιζον ολόκληρον περιουσίαν -
Μιά σταλίτσα κριατάκι χίλιες bοbες σκεπάζ'
(1939)Δια τας γυναίκας που ήσαν άσχημοι και επάχυνον ολίγον, οπότε δεν εφαίνετο όλη η ασχήμια των -
Μιά ώρα δ'λειά, ένα χρόνο μελέτ'μα
(1941)Όταν κανείς συνεχώς ανέβαλε να κάμη έργον, το οποίον δεν ήτο δύσκολον -
Μιγάλ' βούκκα φάε, μεγάλο λόγο μη λες
(1938)Δια τους καυχησιολόγους, οι οποίοι προέκρινον το μέλλον και ηπείλουν να εκμηδενίσουν και εξοντώσουν τους αντιπάλους τους -
Μιγάλο το καράβ' μιγάλα τα νερά τ' μ'κρό το καράβ' μικρά τα νερά τ'
(1937)Εννοούσαν ότι οι ευκατάστατοι έχουσι και περισσοτέρους κινδύνους και μεγαλυτέρας φροντίδας -
Μισισμένος του ματιού μου, κληρονόμος του σπιτιού μου
(1938)Δια τα απρόοπτα της τύχης, ότε άνθρωπος μισητός και περιφρονητέσι εγίνοντο συγγενείς και κληρονόμος εκείνων που τους μισούσαν -
Μπαbά μ΄στείλε μ΄τ΄ν ευκή σ΄- Έλα με τα ποδάργια σ΄κι πάλε καθώς διούμε ...
(1939)Ερμηνεία: Δια μερικούς που νομίζουν ότι θα επιτύχουν ευκόλως δι΄ενός λόγου κάτι, δια το οποίον χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια -
Μπάλουμα σε μπάλουμα κι ραφή δε φαίνιτι
Λέγεται από τη μεταφορά ρούχων παλιών προς εκείνους που δεν έχουν καμιά ελκυστικότητα και χάρη -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα
(1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα σ' μ'λαριού μας
(1937)Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των -
Να 'σαι καλά του Άγουστο που 'ναι παχειές οι μύγες
(1937)Κοροϊδία και ένδειξη δυσανασχετήσεως για την παχυδερμία ωρισμένων ανθρώπων που ενόμιζαν ότι εξωπλήρωσαν το καθήκον των προς άλλοις, κάμνοντας κάτι που εύκολο που θα το κάμναν κ χωρίς να έχουν καμία υποχρρέωση -
Να ΄χα ΄στιά και πυροστιά
(1941)Διά παντελή ανέχειαν. Περικοπή παραμηθιού, κατά το οποίον μια οικοκυρά εξεδήλωνε την προθυμίαν της να περιποιηθή τους επισκέπτας της, να τους κάμη χαλβά, αλλά δεν είχε ούτε φωτιά, ούτε πυροστιά ούτε και τα άλλα υλικά -
Να γεράσω, να παινεύωμαι
(1938)Συνήθως οι γέροι κατηγορούν τους νέους, διότι εκείνοι θυμούνται μόνον τα κατορθώματα των, τα οποία μεγαλοποιούν