Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 134-153 από 670
-
Δ'λειά κι' όχ διαβολιά
(1937)Οχ = όχι, διαβολια = πονηριά. Δηλ ο άνθρωπος εξασφαλίζει καλλίτερον την ζωήν του διά της εργασίας και όχι διά της οκνηρίας και πονηριάς -
Δ'λειά σά ψώρα
(1939)Διά ζωκράν εμπορικών κίνησιν. Δηλ η πελατεία συνέρρεεν καθώς διαδίδεται η ψώρα -
Δεν είδες κανα παιδί, να περπατή σαν άγγελος;
(1938)Κάποιος επέστρεψεν από την Κ/πολιν και τον ερώτησε μια μητέρα αν είδε το παιδί της. Ο άνθρώπος είπεν ότι δεν το γνωρίζει το παιδί της, ούτε ήξευρε που ειργάζετο και η μητέρα του είπε την παροιμία εσήμαινε την υπερβολικήν ... -
Δερ'dαι σα dα πετ'ναρια
(1938)Όταν δύο παιδιά επί πολύ εδέροντο αναμεταξύ των άνευ σοβαρού αποτελέσματος -
Δι b'ρώθ'κα απ' του γήλιου, θα bρωθώ απ' του φιgάρ';
(1939)Ελέγετο, όταν κανείς δεν έβλεπε καλωσύνων από τους οικείους του και προσφέροντο εις μίαν δεδομένων στιγμών να τον εξυπηρετήσωσι μακρινοί συγγενείς, από τους οποίους δεν ανέμενε και δεν ήλπιζε στοργήν -
Δι dο 'χω π' γερνώ, μόνε π' μαθαίνω
(1939)Το έλεγαν συνήθως αι ηλικιωμέναι γυναίκες, όταν εμάθαιναν κανένα φαγητον ή γλύκισμα που δεν ήξευραν -
Δι dουν άφ'κανα νύχια να ξ'τή
(1938)Δια συγγενείς οίτινες ενεσηκώτον εις ευπορούντα τινα και καλόκαρδον συγγενή των. Ελέγετο όμως και εις άλλα περιπτώσεις -
Δι σώνι (ή: δι φτάνι) π' μι δέρινι η θάλασσα, μι δέρινι κι του κύμα
(1939)Όταν εις κινδυνεύοντα προσετίθεντο και άλλαι ζημίαι και κίνδυνοι δευτερεύοντες -
Δί dό 'χω που πνίγομαι, μόνε που βιδιάζ'
(1938)Οι καταστρεφόμενοι, μετά τήν πάροδον του κινδύνου, θλίβονται περισσότερον από εκείνους που χάνονται μαζί μέ τον κίνδυνον. Η λέξις βιδιάζ' (= ευδιάζει) δεν ήτο εν χρήσει εις τήν ομιλίαν ήτο όμως γνωστή η σημασία της -
Διαβάτ΄ς ήρτε, διαβάτ'ς θα bεράσ'
(1938)Το έλεγαν τρεις φοράς, όταν ησθάνοντο παροδικόν τινα πόνον. Επίστευον δε ότι θα περνούσε ο πόνος όταν το έλεγον -
Διε γούγια και πάρε παιδί
(1938)Όπως θα ιδή κανείς την αρχήν της υφής δια να εκλέξη το ύφασμα, τοιουτοτρόπως και δια τους ανθρώπους πρέπει να εξετάζη το ήθος και την διαγωγήν των γονέων