Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 3057-3076 από 3101
-
Χαράς του που πεινα και βούλεται χορτάση
(1963)Δηλαδή, είναι ευχάριστο να πεινα κανείς και να τρώη με όρεξη -
Χίλια λόια έναν άσπρο
(1963) -
Χίλια λόια κι α dου πούνε, τη gοιλιά dου δε dρυπούνε
(1963)Λέγεται, για τον αδιάφορο, τον ασυγκίνητο, τον ανυπάκοο -
Χίλια λόια κι έναν άσπρο κι εκείνο κρίμας είναι
(1963)Λέγεται, όταν ενδιαφερώμεθα δήθεν για το συμφέρον ενός άλλου, ενώ αποβλλέπομε στο δικό μας -
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
(1963)Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του -
Χριστέ, μη bέψης του παιδιού τα βάνει ο νους τση μάνας
(1963)Δηλαδή η μητέρα επειδή πολύ αγαπά τα παιδιά της, σκέπτεται διαρκώς ότι τα απειλούν τρομεροί κίνδυνοι -
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε bερνά νέα και παλληκάρι
(1963)Δηλαδή, δεν αγα΄ούν μόνο τις όμορφες, αγαπούν και τις άσχημες. (Τιάρις= μήπως), (ρεχτή= επιθυμήση του ρημ. ορέγομαι) -
Ω Ενάρη κακνακάρη, πούν' οι όμορφες κοπέλλες; -Απίσω στο bυρόμαχα κάθουdαι gαι βγάνουν τζι μύξες τωνε
(1963)Λέγεται επειδή το Γενάρη είναι κρύο και κάθονται οι άνθρωποι στο τζάκι και συνήθως είναι κρυωμένοι -
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα κεραμίδια σ' αξεκάρφωτα!
(1963)Λέγεται προς ένδειξη δυσφορίας, αγανακτήσεως, δυσπιστίας για μια υπερβολή, μια απρέπεια, μια αταξία, μια ψευδολογία