Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 2493-2512 από 3101
-
Σα φανή κολοκυθάκι, κάθου σπέργιωνε λϊάκι, σα φανή κι η κολοκύθα, κάθου σπέργιων' όλη νύχτα
(1963)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
(1963)Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ. -
Σάββατον αμαέρευτο, bοbή τσης εβδομάδας
(1963)Δηλαδή το Σαββατόβραδο πρέπει να παρασκευασθή φαγητό στο σπίτι. Τα Σαββατόβραδα ερχότανε οι γεωργοί και οι ποιμένες από τις μακρυνές εξοχές κι έπρεπε να βρουν μαγειρεμένο φαγητό να φάνε -
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)Δηλαδή όλα είναι μάταια -
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλλος στή δουλειά
(1930)Να τρώη αργά κι' όμορφα κανένας σάν κύριος και να δουλεύη πολύ σά σκύλλος, γρήγορα, πολύ ή πιστά σά σκύλλος -
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλος στή δουλειά
(1963)Δηλαδή πρέπει να τρώη κανείς άνετα, σάν αφέντης, και να εργάζεται με ένταση -
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
(1963)Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια -
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
(1926)Η αλαμάνα = η ξετσίπωτη και αλαμάνος, πληθ. Οι αλαμάνοι , το αλαμανιό : φασαρία -
Σαν ει' gαλό το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό -
Σαν πεινώ και δε νυστάζω όσο θέλεις σκέπαζέ μου
(1928)Όσο και να με σκεπάζεις δεν θα κοιμηθώ αφού πεινώ και δε νυστάζω