Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1596-1615 από 2168
-
Πέ του το τ' ανυπόληφτου, πέ του το να το ξέρη
(1963)Δηλαδή, πρέπει να είσαι ευθαρσής προς τον αναιδή, τον ψεύτη, τον παλιάνθρωπο -
Πέdε βούδια δυό ζευγάρια
(1963) -
Πέdε βούδια δυό ζευγάρια. Μουρέ, είdα λέω 'ώ 'πά;
(1963)Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση κουτόν ή ανίκανον απλώς να λογαριάση. Μουρέ, είdα λέω 'ω 'πά; = μωρέ, τί λέω εγώ εδώ; Εκατάλαβε τό λάθος του -
Πέdε μέτρα κι' ένα κόβγε
(1963)Δηλαδή πριν κάμης κάτι, πρέπει να το υπολογίζης καλά, να το μετράς πέντε φορές και μετά να το κόβης -
Πέdε μήνες ένα gόdo κι' ένα μήνα πέdε κόbοι
(1963)Λέγεται για το στάχυ, που στην αρχή αργεί να μεγαλώση κι' ύστερα ταχύτατα αναπτύσσεται -
Πέdε μήνες ένα κόboι κι' ένας μήνα πέdε κόbοι
(1963)Λέγεται για το στάχυ, που στην αρχή αργεί να μεγαλώση κι' ύστερα ταχύτατα αναπτύσσεται -
Πέdε – πέdε την ημέρα, εκατό την εβδομάδα στω (bακάλιδω) τη μάdρα
(1963)Προέρχεται από παιδικό τραγουδάκι. Είναι κατάρα -
Πέρα βρέχει
(1963)Λέγεται για τον αδιάφορο ή τον κουφό ή εκέινον, που δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα -
Πέρυσ' εκάηκε gι' εφέτ' τσίκνα τόβρε
(1963)Λέγεται όταν καθυστερημένα γνωστοποιείται κάτι ευρύτερα -
Πεθερά, πεθερός
(1963) -
Περασμένα, ξεχασμένα
(1963)Λέγεται όταν αποκατασταθούν σχέσεις, που είχαν διαταραχθή, όταν επιβάλλεται να λησμονηθή κάτι επίμεμπτο -
Περνά και φεύγει η ζωή, σα dο νερό μες στσ' αωοί
(1963)Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες -
Πετεινός
(1963) -
Πιάνει το Θε' απού το ποδάρι
(1963)Ερμηνεία: αρνείται κατηγορηματικώς. Π.χ. Ευτή τάκαμεν όλα με τα λόια πουβαλε. - Δεν ηξέρω κι' εώ, είdα να πω. Το Θεό πιάνει α το ποδάρι πως δεν έχει ανεκατώση σε τίοτα