• Σηκώθηκε στο κλαρί 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Πήρε τα βουνά
  • Τα δωκε στα πρύμα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Τα μάζεψε κι' έφυγε 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Όπως αι γυναίκες μαζεύουν γρήγορα τ' απλωμένα τους ρούχα από το ποτάμι και φεύγουν (λόγω βροχής ή άλλου σοβαρού γεγονότος)
  • Τα πήρε πλυμένα κι' άπλυτα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Επί του βιαίως φεύγοντος από την εικόνα των γυναικών, αίτινες πλύνουσαι εις τον ποταμόν συλλέγουσιν αιφνιδίως όλα τα ρούχα (λόγω βροχής ή σοβαρού γεγονότος) και επιστρέφουσιν εις το χωριόν
  • Την παράχωσε 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ώχετο φεύγων
  • Το 'κοψε κοτσάνι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το 'κοψε ποδάρι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το 'σκασε 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το 'σκασε α λα Γαλλικά 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Το σκασε κρυφά
  • Το 'σκασε κανόνι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Επί του πτωχεύσαντος εμπόρου. Άλλοτε η πτώχευσις εμπόρου ανεκοινούτο δια κανονιοβολισμού, εξ' ου και το: Έρριξε το κανόνι ή το τόπι
  • Το βαλαν στα παννιά 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ανεχώρησαν, παραλείπεται η λέξη καράβι, καικι
  • Το βαλε στον μπότζο 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Επί του εν σπουδή απομακρυνομένου
  • Το κοψε 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε ταχέως
  • Το κοψε βελόνι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το κοψε γελέκι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το κοψε γελέκι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το κοψε λάσπη 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το κοψε ρόδα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε
  • Το κοψε ρόδα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Από το ρότα (ιταλική rota) = κατεύθυνσις πλου (τραυώ ρότα για ...), έβαλε πορεία για ..., έφυγε
  • Το κοψε ρόδα μυρωμένα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Κατά παρασυσχετισμόν του “Το κοψε ρόδα” = Rota