• Γένηκε άττητος 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Το στριψε, έφυγε
  • Γίνηκε κουρούνα στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Κουρούνα = ξυλάριον εκφράσσον όπως του βυτίου, ανάλογον προς τον πίρον, όχι το πτηνόν κορώνη
  • Δέν πρόλαβε νά δή τόν αέρα του 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Δεν επρόλαβε ν' αντιληφθή το ρεύμα του αέρος, όπερ προκαλεί η ταχεία φυγή του. Άρα έφυγε δρομαίως
  • Διάη ανάερος 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Εξαφανήσθη, έφυγε. Η μεταφορά εκ των πτηνών
  • Έγινε άθος και καπνός 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Εξηφανίσθη, μάλιστα επί περιουσίας
  • Έγινε άοικος 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: έφυγε , εξαφανίσθη
  • Έγινε γουβί 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε, πέταξε
  • Έγινε καψάλης 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε, τόσκασε
  • Έγινεν άκαπνος 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έγινεν=έφυγε
  • Έκαμε καμίνι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Επί παιδίου αποφεύγοντος να μεταβή εις το σχολείον. Η φράσις σχετίζεται με το μεσαιωνικόν λατινικόν Caminus και το ιταλικόν camino = δρόμος, ως δεικνύει και το συνώνυμον εν τη Δυτ. Κρήτη καμίναρε (caminare)
  • Έκαμε παννιά 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ώχετο απιών
  • Έκανε κοφινίδα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Δια μαθητών του σχολείου, έφυγε κρυφά ή δεν πήγε. Αναχωρήσας δηλαδή ίνα μεταβή εις το σχολείον, απεκρύβη και παρέμεινεν εντός του μεγάλου εν τη οικία κοφίνου, της κοφινίδας
  • Έκοψε λάσπη 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Εδραπέτευσε
  • Έφυγε άρμα βάρκα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε ταχύς, κατά παρανόησιν του άρμα πύρμα εκ της Γραφής
  • Έφυγε άρμα πύρμα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε ταχύς, εξηφανίσθη
  • Εγέντον 'ς σον άνεμον τα φύλλα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έγινεν ως τα υπό του ανέμου παρσυρόμενα φύλλα, δηλαδή έφυγε
  • Είδα τον κορνιαχτό του 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έγινε τάχιστα, επειδή ο δομαίας φεύγων εγείρει κοπορτόν
  • Εκάψασιν πισ' τας ράχας 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Απήλθον άφαντοι γενόμενοι
  • Επήρε τ' αποχυλωμένα του (κι' έφυγε) 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έφυγε όπως όπως, παίρνοντας τα βρεμένα ρούχα. Όπως οι γυναίκες, αίτινες συλλέγουσι τα προς πλύσιν ρούχα και επανέρχονται από τον ποταμόν εις το χωριόν
  • Νέτον λίσπαρτο 

    Άγνωστος συλλογέας (1927)
    Εγένετο αλίσπαρτος, φεύγων εξαφανίσθη