Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 69-88 από 2168
-
Άλλα dων αλλώ
(1963) -
Άλλα dων αλλώ, bάρbα Νικολό
(1963)Λέγεται όταν προσπαθή κάποιος να στρέψη αλλού τη συζήτηση, επειδή δεν τον συμφέρει, ακόμα, όταν δεν καταλαβαίνη κανείς το νόημα της συζητήσεως ή όταν είναι κουφός και δίνη απαντήσεις άσχετες -
Άλλα λόια ναγαπιόμεστα
(1963)Λέγεται, όταν κάποιος προσπαθή να αποφύγη κάτι, αλλάζοντας τη συζήτηση εντέχνως -
Άλλα μελετού dα βούδια κι' άλλα κάνει ο ζευγάς
(1963)Λέγεται, όταν σχεδιάζωμε κάτι και ανατρέπονται τα σχέδιά μας. Π.χ. Σήμερα 'λοάριαζα πως θα περιματίζω και πού να ξέρω, είdα θα μου dύχη. -Χμ! Άλλα μελετούνε, λέει, τα βούδια -
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι
(1963)Δηλαδή άλλοι είναι δυστυχισμένοι, άλλοι ευτυχισμένοι, άλλοι χορτάτοι, άλλοι πεινασμένοι -
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι κι' άλλοι επά καρτσολοούσι
(1963)Τον τελευταίο στίχο τον πρόσθεσε μια χωριανή κάποτε που ακούαμε τους θρήνους την ώρα της ταφής ενός παιδιού, αντίκρυ από το νεκροταφείο. Έπλεκε κάλτσα την ώρα εκείνη. επά = εδώ, καρτσολοούσι = πλέκουν κάλτσα, καρτσολοώ -
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο -
Άλλοι σπέρνου gαί θερίζου gι' άλλοι τρω gαί μακαρίζου
(1963)Λέγεται σε περίπτωση καρπώσεως ξένου μόχθου -
Άλλοι ψυχομαχού gι' άλλοι καπρομαχού
(1963)Λέγεται όταν ένας υποφέρη και άλλος είναι αμέριμνος και ευτυχής. Καπρομαχού = έχουν ερωτική διάθεση -
Άλλος α' τη Χιό
(1963)Η Κι' άλλος α' τη Χιό ή Ήρθε gι' άλλος α' τη Χιό. Λέγεται, όταν έρχωνται άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλο, κυρίως για να ζητήσουν κάτι, ή όταν επεμβαίνουν πολλοί σε συζήτηση και λένε γνώμη -
Άλλος έχει τόνομα κι άλλος έχει τη χάρη
(1963)Λέγεται, όταν αποδίδεται σε κάποιον μια χάρη ή ένα ελάττωμα, ενώ τα έχει άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό -
Άλλος κάνει κι' άλλος βρίσκει
(1963)Η Άλλοι κάνουν gι' άλλοι βρίσκουσι. Λέγεται όταν φορτώνουν την ευθύνη σε κάποιον ανεύθυνο -
Άλλος κάνει κι' άλλος ξεκάνει
(1963)Π.χ. Εδούλευγεν αφέdης μου κι' ήκανε bεριουσία και τη bουλούμε dώρα 'μεις για 'να gομμάτι ψωμί. Άλλος κάνει, λέει.... αφέdης = ο πατέρας, bεριουσία = κτήματα, 'να = ένα -
Άλλος και δεν εέννησε μόνου 'Μαριά το Ιάννη
(1963)Λέγεται για τους ανθρώπους, που υπερτιμούν και επαινούν ό,τι δικό τους και κυρίως τα παιδιά τους -
Άλλοτες εψωμοπούλου gαί τώρα ψωμοζητώ
(1963)Ψωμοζητώ = ψωμαοράζω. Λέγεται όταν ένας ευκατάστατος φτωχέψη, πχ. Άλλοτες ήτονε πρωτοζευγάδισσα και τώρα ζητά 'έννημα να ρίξη των ορνιθιώ τζη. Επά 'δα ταιριάζει το λακριδί, πως άλλοτες εψωμοπούλου. Πρωτοζευγάδισσα = γυναίκα ... -
Άμα 'εράση το δεdρί, ξεράδι δε dου λείπει
(1963)Δηλαδή, όταν γεράσωμε, ποτέ δε μας λείπουν οι αδιαθεσίες -
Άμα 'χης δουλειά, δεν είναι φά' και κοιμήσου, μόνου 'ναι φά' και ξεκουbίσου
(1963)Δηλαδή όταν έχη κανείς δουλειά, δεν πρέπει να ραχατεύη