Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 453-472 από 670
-
Όσα περνιούdαι, όλα ξεχνιούdαι
(1938) -
Όσα σεριν' η σκούπα
(1937)Τον είπε ό,τι κακό και χυδαίο, καθόσον η σκούπα σερνει όλες τις ακαθαρσίες -
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ... -
Όσο ν' αλλάξ' η Ζουμπακιά, να βάνη το φκιασίδι, ο Ζουμπακάς αρμάτωσε και πάει για το ταξίδι
(1937)Ερμηνεία: Την έλεγαν όταν κανείς ήταν πολύ βαρύς στις δουλειές του και ενώ δε μπορούσε να τελειώση μια ασήμαντη εργασία, όπως είναι το ντύσιμο και ο καλλωπισμός, ο άλλος ετελείωνε σημαντικότερα έργα όπως είναι το ξεκίνημα ... -
Όταν ασπρίσ' η κόρακας κι σαν μαυρίσ' η γλάρος τότε θα παντρευτής και συ, να 'μας κι εγώ κουμπάρος
(1938)Δια τους αρραβωνισμένους, οι οποιοι διαρκώς ανέβαλλον τον γάμον -
Όταν έγγραφα μιλούν, οι χωριάτες σιωπούν
(1939)Όταν διεφιλονεικούντο τα όρια οικοπέδων ή αγρών και προσεκομίζοντο αι εγγράφοι αποδείξεις -
Όταν έρχομαι να μ΄αποφεύγεις, κι όταν φεύγω να μ΄ακολουθάς
(1939)Ερμηνεία: Δια τα σταφύλια, τα οποία εις την αρχήν είναι ξινά και επιβλαβή, ενώ όταν ωριμάζουν είναι ωφέλιμα -
Όφιο έφαγε κι όφιο κατέλισε
(1941)Δια τους δυστρόπους και κακούς ανθρώπους οι οποίοι προ ουδενός υποχωρούν και τυραννούν τοις πλησίον των -
Οι λίρες και τα τάμματα παντρεύουν παραλλάματα
(1938)Όταν υπέσχοντο και έδιδον εις τους γαμβρούς υπέρογκα ποσά και συνίωτετο δυσαναλογον και αταίριαστον συνοικέσιον -
Οι Μηλιάτες χάλασαν το παναγύρι
(1938)Υπήρχε πρόληψις, ότι οι κάτοικοι του Μηλιού ήσαν φιλέριδες και δύστροποι, ακατάλληλοι δια διασκεδάσεις και πανηγύρεις -
Οι πολλοί τόν ένα τόνε κάμνα, ου ένας τσ' πουλλοί δί bορεί νά τσί κάμ'
(1937)Εννοούσαν ότι άν οι πολλοί βοηθήσουν έναν άνθρωπο, θά μπορούσαν νά τόν αναδείξουν -
Οι πολλοί τον ένεκα τονέ κάμνα, η ένας τσ' πουλλοί δι μπορεί να τσι κάμ'
(1939)Κάμνα = πλούτον, νοικοκύρων -
Οπ' βαρέσ' μονάχος τ' δι bονάει
(1939)Όταν κανείς υποφέρη εκ των ιδίων του σφαλμάτων, δεν γογγύζει