• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 100

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στην κάτω Κώμια ήτανε χωριό. Ήρθανε καράβια. Εγενούντανε γάμος κ’ εχορεύγανε τη νύφη. Στο χορό επιάσανε και οι άνθρωποι του καραβιού. Αυτοί είχανε έθιμο στην πατρίδα τωνε να φιλούνε τη νύφη κ’ ύστερα να τήνε χορεύγουνε. Λοιπόν αυτοί εφιλήσανε τη νύφη αλλά οι συγγενείς τση νύφης επαραξηγηθήκανε και τσοι ‘κτυπήσανε. Αυτοί όdαν εγυρίσανε στον τόπο τωνε το είπανε στο βασιλιά τωνε κι’ ο βασιλιάς έστειλε στρατό. Οι άθρωποι του χωριού είδανε τα καράβια που ερχόντανε κ’ εκρυφτήκανε σε μια σπηλιά. Μια γριά δεν είχε προλάβει να κρυφτή. Αυτή την επιάσανε και την αναγκάσανε να μαρτυρήση που ήτανε χωσμένοι (κρυμμένοι). Επήγανε και τους βρήκανε στη σπηλιά. Ύστερα επήρανε αυτοί θειάφι και το ανάψανε στημ πόρτα τση σπηλιάς. Αυτοί που ήσανε μέσα αρχίσανε να βγαίνουνε όξω και οι απόξω τους κόβανε. Από τους πολλούς που ‘κόβανε εκουραστήκανε. Αυτοί που τους έκοβαν εκουραστήκαν τόσο να κόβουν όπου ερωτούσανε: είναι κι’ άλλοι ακόμα; Το είπανε πολλές φορές κι’ από τότε έμεινε το όνομα του χωριού Κόμια. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Στην Πάχαινα. αγροτική τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, κοντά στη Φλακωπή, δυτικά τση Φλακωπής. Στην Πάχαινα λένε οι παλιοί πως βλέπανε τη νύχτα αθρώπους μπροστά ντως που των λέγανε: - Είdα θέλουνε; Όσοι τους είδανε καταστραφήκανε. Στην πάχαινα ένας βοσκός που τον ελέγανε Κούρτη καθώς ‘κοιμότανε στο σπιτάκι του μέσα ένιωθε ένα να τόνε σαρακώνη (=στριμώχνη). Εξύπνησε και είδε αυτός το φάντασμα να πιάνη το σκύλλο dου τον έπιασε και του τον επέταξε αποπάνω του. Αυτός ο άθρωπος επρίστηκε. (Αυτά τα χτήματα ήτανε παλαιά μοναστηριακά και τα ‘χανε καταπατήσει οι κάτοικοι του νησιού και επίστευαν ότι αυτά τα φαντάσματα ήσανε Άγιοι και τους έλεγαν ότι αυτά τα χτήματα ήτανε δικά των. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Άγιος Ιωάννης, εξωκκλήσι, στη θέσι Μύτακας κοντά στη θάλασσα σε απόστασι 200 μ. Αυτού, στο Μύτακα, μέσα στο δρόμο είναι μια σπηλιά που είναι τώρα η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, εορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου. Αυτού η σπηλιά έχει βάθος 15 μέτρα. Εκεί ο Γιάννης Μάλης ή Ντραμπάλης (έχει αποθάνει προ 20 – 30 χρόνια) είχε πάνω από 100 πρόβατα. Ήτονε μεγάλος βοσκός κ' έβοσκε τα πρόβατα η κόρη του. Μια βραδυά η κόρη του του είπε σαν εγύρισε στο σπίτι κ' επήε τα πράματα (= τα πρόβατα). Πατέρα, εκειά που 'κοιμούμουνα ήρθε και μου 'πε ο Άη Γιάννης να βγάλωμε τα πρόβατα μέσα από τη σπηλιά μας και να τήνε σκιάξωμε (= να την διορθώσωμε), να βάλωμε την εικόνα τ' Άϊ Γιαννιού, διότι με πατούνε τα πρόβατα. Ο Πατέρας της δεν το πίστεψε και της είπε: Παιδί μου έτσι θα το 'νειρεύτηκες. Η κόρη εξακολουθούσε να το νειρεύεται αυτό και κάθε φορά τό 'λεγε του πατέρα της. Όπου ο πατέρας της δεν ηθέλησε, διότι δεν μπορούσε να πιστέψη να κάμη εκκλησία την σπηλιά. Μιαν ημέρα όμως του Γεννάρη που 'κάνε βροντές, αστραπές ήτον 'χαλασμός Κυρίου, είχανε τα πράματα (τα πρόβατα) μέσα στη σπηλιά, όπου το πρωί που ξημέρωσε επήγανε κ' ευρήκανε γεμάτη νερό τη σπηλιά και πνιγμένα όλα τα πρόβατα. Ετότες ετραβούσε ο πατέρας τα μαλλιά του κ' έλεγε της κόρης του: Παιδί μου, αν σ' άκουγα δε θα 'ναναμε τα πραματά μας. Εβγήκε αυτός κ' έψαξε στην σπηλιά να ιδούνε αν είναι εκειά η εικόνα που 'νειρευότανε η κορή ντου και βρίσκουνε τον Άγιο Ιωάννη και σκιάζουν (- κτίζουν) την εκκλησία και ΄βαλαν την εικόνα αυτή που ακόμη βρίσκεται και δίπλα εκτίσανε ένα καλό εκκλησιδάκι και το θυμιάζουν. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Οι Καλικατζιάροι μπαίνουνε στο σπίτι απο το φουγάρο και κατεβαίνουνε στο μαγεργειό(μαγειρείον) 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Το βούδι είναι ευλογημένο όπου σε πατήση δέμπονείς 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Ερχούντανε τακτικά εκειά στον Κήπο(1), στο Χάλακα τα Κλέφτικα καράβια. Ήσανε τρεις βοσκοί, ο ένας ο μεγάλος ήτανε στο τυροκομείο, οι δε τσι άλλους και τσ’ έστελνε για το κοπάδι. Ο ένας επήγε ψηλά στη ράχη, ο δε άλλος τον έστειλε ψηλά στο προβάρμα (κορυφή βουνού) να μπροβάλη (=να αντικρύση το απέναντι μέρος). Όπως επρόβαλε εκειά, είδε εκειά στ’ Αυλάκι (=τοποθεσία με μικρόν κολπίσκον) ένα καΐκι κ’ είχανε το κοπάδι μαζεμένο να το bαρκάρουνε. Αυτός εγύρισε ντελόγου (αμέσως) πίσω κ’ εφώναξε του μπάρμπα (=θείου) dου που ήτανε στο τυροκομείο πώς ήρθε ένα κλέφτικο καράβι και μας παίρνει το κοπάδι. Τότες ο μπάρμπας του του φωνάζει αγριεμένος: - Φώναξε του Γιάννη! Του φωνάζει αλλά δεν άκουε. Ο μπάρμπας του ήρχισε να φωνάζη – Βρέ Κερατογιάννη πού είσαι; Φωνάζει του άλλου βοσκού: Φώναξε, βρε παλιόκορμο από αυτού! Τότε λοιπό ο μπάρμπας μέσ’ στη στενοχώρια του, βρε τους κατεργαρέους μας επήρανε το κοπάδι. Αυτός από την στεναχώρια του τότε, που ετάραζς τ’ αλεύρι να κάμη αραdουδάκι (αλεύρι που το βράζουν στο νερό και το τρώνε ως φαγητό) έπιασε τα γένεια dου και έτσι τ’ αλεύρωσε κ’ έμεινε η τοποθεσία ως σήμερα Τ’ αλευρογένη. Καθώς εκεί που ‘τανε ο Γιάννης έμεινε τ’ όνομα: Στου ΚερατοΓιάννη τη ράχη. Κ εκεί που ήτανε ο άλλος βοσκός που τον εφώναξε Παλιόκορμο έμεινε το όνομα Στους Κορμούς. Και το Αυλάκι επειδής εφώναξε «Αΐ τους κατεργαρέους μας πήραν το κοπάδι» έμεινε το όνομα στο λιμανάκι και το λέμε Κάτεργο.» [Κήπος= τοποθεσία εις την Νοτίαν ακτήν της Μήλου] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Μια εκοιλοπονούσε, λοιπό οι αδερφές της εσηκώθηκα κ’ επήα κ εχτυπήσα τη μπόρτα τση μαμμής. Επορπάτησαν σ’ ένα ωρισμένο μέρος. Της ‘λέγα στο δρόμο: Τρέχα κυρά μαμμή. Άμα η μαμμή είδενε πως ο δρόμος που την περάσανε δεν ήτανε γνωστός της εμπήκε στην υποψία. Εφοβήθη. Αυτές την κατάλαβα και της είπαν: Μη φοβάσαι, κυρά μαμμή. Εμείς θα σε πάμε πάλι στο σπίτι σου. Την πήγα λοιπόν σε μια σπηλιά στο Μέσα Κήπο (= τοποθεσία δίπλα στο Νεκροταφείο στην πρωτεύουσα της Λέρου). Αυτή ευρήκε εκειά μια Νεράδα που κοιλοπονούσε, σκεπασμένη με ρούχα γνωρισιμιά. Ήτανε συγγενικά της. Όπως ήπχιασε το παιδί η μαμμή, ύστερα τα χέρια της με τα αίματα τα έβαλε πάνω στα σεντόνια. Εδιώρθωσε το λοχού (=λεχώ) κ’ εσηκώθη να φύη. Της γεμώσα τον κωλοζώστη (= ζώνη που ζώνεται εξωτερικώς η γυναίκα), κρομμυδότσουφλα. Την επήγανε ως την πόρτα ντης, τως ηυχήθη καλορρίζικο, κ’ εφύγανε αυτές. Αυτή ‘πο το φόβον της τίναξε τη ζώνα όξω από την πόρτα της για να φύγουν τα κρομμυδότσουφλα κ’ έκλεισε. Κατατρομαγμένη ήπεσε να κοιμηθή. Το πρωΐ που ξύπνησε εμείνα λίγα φύλλα στη ζώνα της και με χαρά μεγάλη είδε πως ήταν φλουριά. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ήτανε μια φορά ένας μυλωνάς σ’ ένα κάβο (= ακρωτήριον) κ’ είχε και άναβε το φανάρι (= Φάρο); Εκείνος άλεθε, κ’ η γυναίκα του στην καλωσύνη ψάρευε. Μια μέρα επήε η γυναίκα στο ψάρεμα. Έτυχε την ώρα που ψάρευγε να πάρη ο καιρός ανάποδος. Η γυναίκα ήρθε σε απερπισία, τόσο κι ο μυλωνάς. Κατέβασε τα παννιά του μύλου και με αγωνία έβλεπε εδώ κ’ εκεί. Τι να κάμη! Εθώρειε τη θάλασσα αφρισμένη και τη βάρκα να πλέη. Αυτός άρχισε να παρακαλή το Θεό. – Άϊ μου Νικόλα μου, θαλασσινέ. Εκεί που αγωνιούσε να δή αν είναι η γυναίκα ντου μέσα στη βάρκα βλέπει ένα σώμα να πλέη πίσω από τη βάρκα. «Όταν εζύγωνε (= επλησίαζε) πλιό στη βάρκα πιο κοντά, πήρε μια κουλλούρα σκοινί, το πέρασε στην πλάτη του και πέφτει στη θάλασσα για να πάη να δώση θάρρος στη γυναίκα ντου. Ρίχτει το σκοινί ίσως και μπορέση η γυναίκα ντου και το ‘ρπάξη και τη βοηθήση. Είδε ένα γέρο με τη γενειάδα και του γνέφει να ησυχάση. Μόλις άρπαξε η γυναίκα το σκοινί, τράβηξε ο άντρας της τη βάρκα, κάμνει κουράγιο και μπαίνει μέσα στη βάρκα. Τότε είδεν η γυναίκα ότι είχεν άθρωπο στη θάλασσα κ’ έπλεε, γιατί το ρέμα, η αποθάλασσα τ’ αθρώπου αυτού την εβοήθα τη βάρκα να πηαίνη κατά ‘κεί που ‘θελε η γυναλικα του μυλωνά. Ο Μυλωνάας λοιπό με όλη την ευγένεια λέει του γέρου με τη γενειάδα. «Πέρασε στη βάρκα. Έλα να σε φιλοξενήσω στο μύλο που μου γλύτωσες τη γυναίκα μου! Τι άλλο μπορώ να σου κάμω! Που ζώ εδώ σαν ερημίτης.!» Του απαντά ο γέρος. Ευχαριστώ για την καλή σου καρδιά. Θα με ευχαριστήσης όταν βασιλεύγη ο ήλιος ν’ ανάβης την καντήλα σου και τότε θα καταλάβης ποιος είμαι. Αντίς να δούνε τον γέρο να πλέη και να φεύγη τον χάσανε από μπρός τώς. Τότε καταλάβανε ότι ‘τονε ο Άγιος Νικόλαος. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Προς τον Ξερόκαμπο είναι η εκκλησία η Πανγία το Παλιόκαστρο. Έλεγαν οι παλαιές πως εκεί εμάζευαν πολλοί χοχλιούς κ’ εύρισκαν πολύ βίο (=θησαυρό). Δύο τρείς ευρήκα πολύ βιό και εθησαύρισαν. Το είπανε όμως και τως τα πήραν οι Τούρκοι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Καμμιά φορά κάνομε στα πόδια μας, στα χέρια μας, μελανάδες. Και μας λένε οι μαννάδες πως μας αγαπά το στοιχειό του σπιτιού κ'ήρθε τη νύχτα και μας εφίλησε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 10
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (100)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (100)
Τόπος καταγραφήςΛέρος (47)Μήλος, Πλάκα (16)Μήλος (15)Μήλος, Πέρα Τριοβάσαλος (5)Λέρος, Παρθένι (4)Μήλος, Ζεφυρία (4)Αστυπάλαια (3)Μήλος, Πολλώνια (2)Μήλος, Τρυπητή (2)Μήλος, Κώμια (1)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1959 (46)1958 (51)1957 (3)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.