• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 21-30 από 100

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άγιος Σώστης, εξωκκλήσι, στη θέσι Προβατάς, το νότιο μέρος της Μήλου. Ήταν βουλιαγμένη δηλ. Γκρεμισμένη από παλαιά η εκκλησία. Είναι τώρα 40 χρόνια που την ξαναχτίσαμε. Ένα παιδί που τον λένε Γιάννη, της Δεσποινιώς Μακρινού αυτό επήγαινε στον ύπνο και το εύρισκε ο Άγιος Σώστης για να πή του παππού dου, του Νικόλαου Νίνου, ή Περκάρη οτι : να πάμε να σάξωμε την εκκλησία, παππού γιατί μου το λέει ο Άγιος Σώστης. Ο παππούς του το θεωρούσε αστείο. - Ά! Παιδί μου, δεν μπορούμε εμείς να φτειάξωμε τέτοια εκκλησία. Το άλλο βράδυ λοιπόν, ο Άγιος επήγε στον παππού κατ' ευθεία και του λέει : Γιατί δεν ακούς αυτά που σου λέει ο εγγονάς σου; Βάλε ομπρός να χτίσης την εκκλησία κ' εγώ θα βοηθήσω. Ακόμα όμως ο παππούς δεν έκανε την απόφασι. Του λέει λοιπόν το παιδί του παππού : - Ελά παππού να πάμε να βγάλωμε τα κόκκαλα του Αγίου; Έλα παππού και θα σου πώ. Πήγανε εκεί σε μιάν άκρα. - Του λέει : - Εδώ 'ναι. Αφού εσκάψανε τα βρήκανε και τότες ο παππούς επίστεψε. Τότες έβαλε ομπρός κ' έφτειαξε την εκκλησία και είναι σήμερα ωραίο μοναστήρι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέρος εκατοικούσανε στο Παρθένι, στου Σκουρνού, στου Σμαλού. Μετά εφύγανε από ‘κει κ’ επήανε στο Λενικό, κι’ ο τόπος αυτός πήρε απ’ αυτούς το όνομα Λενικό. Μετά εφύανε κ’ επήανε κ’ εκτίσανε το παλιόκαστρο στον Ξερόκαμπο. Από κει όταν ήρθανε οι Βενετσάνοι εχτίσανε το κάστρο στο χωριό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Από την πρώτη του Σαρανταμέρου όσαμε (-μέχρι) τη νύχτα που θα γεννηθή ο Χριστός βγαίνουνε τη νύχτα οι Αναράδες και χάνουνται την ώρα που θα γεννηθή. Όσα παιδιά γεννηθούνε την ώρα που θα γεννηθή ο Χριστός είναι Στρίγγλοι και πρέπει να βαφτιστούνε πάλι με το Χριστό, δηλαδή την ημέρα των Θεοφανείων, για να μερώσουνε. Οι Στρίγγλοι αυτοί είναι οι Καλλικάντζαροι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Είχε μια μάννα με τρία παιδιά. Πολύ φτωχή. Όλη την ημέρα εύριζε (εγύριζε) να κάμνη ξύλα, να πουλήση, να φέρη ένα κομμάτι ψωμί στα παιδιά της. Εκεί που ‘κάθουντο τα παιδιά παρουσιάστηκε ένας πολύ γέρος μπροστά τως κατακουρασμένος. Λέει λοιπό στα παιδιά : Δεν υπάρχει ένα καντούνι (γωνιά) για να ξεκουραστώ; Παππού! το καλύβι μας αυτό είναι όλο, είπαν τα παιδιά. Τον ελυπηθήκαν, του ‘στρώσανε μια σακκούλα και του ’πανε : «Κάθισε να ξεκουραστής». Δεν έχομε τίποτι, μόνο νερό να σου δώσωμε. Το βράδυ ήρθεν η μάννα. Λέει : Μάννα, ένας γέρος ήρθε και θέλει να ξεκουραστεί στο καλύβι μας. Αυτή λοιπό του ‘πε : Καλησπέρα, γέρο, καλώς ήρθες στο φτωχικό μου. Άνοιξε το αρμάρι (ντουλάπι), έπιασε το σακκούλι τ’ αλευριού και το τίναξε, δεν έιχε μέσα μόνο λίγη σκόνη αλεύρι και το μπουκάλι του λαδιού που ‘χε πέντε έξε σταλαματιές λάδι. Άναψε φωτιά, έβρασε ντο χυλο, του ‘δωσε κ’ ήπιε και του ‘βαλε και φωτιά κοντά του για να ζεσταθή. Αυτός την εσταύρωσε αυτή και τα παιδιά της. Το πρωί ξύπνησε, και δεν τον βρήκα, η πόρτα ήτονε κλεισμένη. Αυτή ‘ξανάνοιξε το αρμάρι και βρίσκει το σακκούλι τ’ αλευριού γεμάτο αλεύρι και το μπουκάλι το λάδι γεμάτο. Της εφάνηκε αυτό που ‘δενε (είδε) μεγάλο θάμα κ’ επήε στην εκκλησία και το ‘πε. Της είπα λοιπό να ψάξη τα ρούχα που του ‘βαλε κ΄εκοιμήθει. Αυτή ψάχνει και βρήκε ένα χαρτί που ‘γραφε : Ο Προφήτης Ηλίας. Από τότε πρίν τελειώση τ’ αλεύρι και το λάδι βρίσκουντονε η ευλογία κ’ είχε πάντα αλεύρι, και λάδι με την χάριν του 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Στο Παντέλι σε μια γειτονιά συμφωνήσαν οι γειτόνισσες όλες να σηκωθούν τη νύχτα να πα να φέρουν κλαδιά για να φουρνίσουν τα ψωμιά ντως. Λέει η μια με την άλλη. Εγώ θα’ ρθω να σου χτυπήσω, να πάμε στα κλαδιά. Μια, μόλις επήρε τον πρώτο ύπνο, σηκώθη να πάη να ξυπνήση τις άλλες. Σηκωθήκανε. Αυτή όμως που τες ξύπνησε δεν ήτο γειτόνισσα, ήτανε Αναράδα. Αυτή ‘πήαινε μπρος, οι άλλες πήαιναν πίσω της. Όταν πήγαν στο Καλλικάρη (=πηγή έξω του Χωριού), βλέπουν οι γειτόνισσες μεγάλο χορό. Ήσανε αναράδες. Οι γειτόνισσες φοβήθησα, γύρισα τα φορέματα τως από την ανάποδη κι άρχισαν το χορό μαζί με τες αναράδες. Αφού χορεύγανε πολύ, φωνάζει ο πρώτος πετεινός. Φωνάζουν οι αναράδες: έχομε καιρό. Φώναξεν ο άσπρος πετεινός. Λένε πάλι.: Έχομε καιρό, Χορεύγανε πάλι. Φωνάζει ο δεύτερος πετεινός: Λένε αυτές: Χορεύγετε ο κόκκινος είναι. Σε λίγο φωνάζει ο τρίτος πετεινός: ήτονε ο μαύρος. Φωνάζουν όλες, μαζί!» Σκίσου γης και βάλε μας μέσα» Αμέσως χαθήκανε οι αναράδες. Πομείνανε οι γειτόνισσες, αλλά ήτανε πολύ παραδομένες οι πιο πολλές πέθαναν. [ Παντέλι: Συνοικισμός εις το ομώνυμον όρμον ανατολικώς του Χωριού, παραδομένες= κατάκοπες, αποκαμωμένες από τον κόπον] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ήταν πέντε αδερφές. Απ' όλες αυτές οι δύο ήταν καλογριές μέσα στην Παναγία του Κάστρου. Τημ Παναγία 'θέλανε να την πατήσουνε (=καταλάβουνε) οι Τούρκοι. Πηγαίνει η Παναγία στον ύπνον της και λέει στες καλογράδες. Σηκωθήτε γιατί θα 'ρθουνε οι Τούρκοι να μας πατήσουνε. Λένε οι καλόγριες στην Παναγία : Είντα θέλεις Μαυρούκα μου; Πάνετε και 'διάσετε τους φούρνους και μαζέψετε όλη τη στάχτη. Κι αμά θα 'ρχουνται στο ύψος (= στην κορυφήν) θα τως ρίχνετε μέσα στα μάτια ντως να σκοτώνονται, να μη μας πατήσουνε. Γιαόρι (= αμέσως) οι καλογριές μαζί με πολύν κόσμο κάμανε ότι τως είπε η Παναγία και δεν μπόρεσε κανένας ν' ανέβη πάνω στο Κάστρο. (Πάνετε και 'διάσετε = πηγαίνετε και αδειάστε). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Από κάτω από την Πορταΐτισσα, μέσα στο κάστρο είναι ψηλό ντο μέρος, τσ' είναι σπίτι ψηλό τσαι 'λ'εγαν το Σαράγια. Αυτό λοιπόν είσε (είχε) σκαλάκια τσαι κατέβαινες από το κάστρο στημ Πορταΐτισσα. Ένας αρχαιολόγος, απ' αυτούς που φουκρούνται (ακροώνται) τη γή είντα 'ναι μέσα, εκατέβη τα σκαλάτσα τσ' έβαλέ τ' αυτίν του τσ' ήκουσε βουητό. Εκατέβαινε, εκατέβαινε σε καμιά εκατοστή σκαλάτσα. Ήκουσε βουητό, πολυελαίοι, ψαρμουδίες τσ' ενετρίσανε (= ενετρίχιασε) τσ' ευτύς εβουβάθητσε. Ήρθε πάλι ένας άλλος τσ' εκατέβη στα Σαράγια. Ήκουσε τσ' αυτός το βουητό και τις ψαρμουδίες μα ήκαμε την κουτουράδα τσ' εκατέβη κάτω τσαι θωρεί πολυέλαιους, παπάδες, Δεσπότη, Εκκλησία. Οι παπάδες τσ' ο Δεσπότης ελουτρουούσασι του φάνην περίεργο. Ετσείνος είσε (= είχε) καρζά τσαι τα πε πως είναι πολιτεία από κάτω, τσαι ψάλλου τσαι προσεύχονται τσ' είναι τσ' η Πορταΐτισσα (= η Παναγία) μικρό εκκλησάκι. Τότες λένε οι άθρωποι να τη μεγαλύνομε τημ Πορταΐτισσα τσαι 'βάλα θεμέλιο τσ' έχτισα τημ Πορταΐτισσα. Ήτο εδώ ο καλόερος ο Άθιμος. Τσαι είχανε χτίσει κανένα μέτρος. Ετσείνος κάνει τω μαστόρω. - Βρε παιδιά μην κοπιάζετε τσ' εγώ θα το χτίσω. Το δε πρωί, εσηκώθηκα οι άθρωποι τσαι θωρούν την εκκλησία με τα καμπαναρζά, με τον κουμπέ χτισμένη. Περίεργοι οι άθρωποι εθωρούσα την εκκλησία χτισμένη τσαί εθαμμάζανε πως έγινε αυτό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1957)
Thumbnail

Λένε πως μια φορά ήτανε γυναίκα που της ‘πεθαίνανε τα παιδιά. Μια μάϊσσα της είπε να βάλη σ’ ένα μπουκάλι νερό να το κρύψη σε τοίχο και να το χτίση να μη φαίνεται, άμα το γέννησε το παιδί. Αυτή έκαμε όπως της είπε η μάϊσσα. Μετά πολλά χρόνια αυτή έμαθε σύστρα κ’ εσκέφτηκε να κάμη δική της σύστρα στον τοίχο που ‘χε χωσμένο (=κρυμμένο) στο μποκάλι με το νερό. Όταν εκάρφωνε τα παλούκια για τη σύστρα εχτύπησε ένα παλούκι το μπουκάλι που ήτανε χωσμένο μέσα στον τοίχο κ’ εχύθηκε το νερό κι απόθανε το παιδί. Αυτό γίνηκε Μάϊ μήνα κι από τότες δεν κάνουνε σύρσιμο του στημονιού τον Μάϊ. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Τα παιδιά που θα γεννηθούν με ορά, θα γίνουν αντρειωμένοι, γεροί άντρες. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)
Thumbnail

Η Αγία Παρασκευή είναι βοηθός στα μάτια. Όσοι υποφέρουν στα μάτια, τάζουνε τα μάτια τως στην Αγία Παρασκευή να γένουνε καλά να της τα πάνε ασημένια είτε μαλαματένια. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • . . .
  • 10
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (100)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (100)
Τόπος καταγραφήςΛέρος (47)Μήλος, Πλάκα (16)Μήλος (15)Μήλος, Πέρα Τριοβάσαλος (5)Λέρος, Παρθένι (4)Μήλος, Ζεφυρία (4)Αστυπάλαια (3)Μήλος, Πολλώνια (2)Μήλος, Τρυπητή (2)Μήλος, Κώμια (1)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1959 (46)1958 (51)1957 (3)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.