• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 21-30 από 47

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στο Λάκκι είναι η εκκλησία του Αγόυ Ιωάννου του Θεολόγου. Είναι μετόχι του Μοναστηριού της Πάτινος. Στην εποχή που άρχισαν να κτίζουν το μοναστήρι τούτο στη Λέρο εκτίζαν την ημέρα κι όσο χτίζανε τη νύχτα εχαλούσε. Έβαλαν και το 'κόνισμα εκεί κι' άξαφνα επήγαν το πρωί και το βρήκαν σ' άλλο μέρος. Τότε το χτίσανε το μοναστήρι εκειά όπου βρίσκεται σήμερο. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Στο Μερολούδι στην πλαγιά του είναι ένα εκκλησάκι ο Άης Νικόλας του Μεραλουδιού. Τα παλιά χρόνια επήγαν εκεί στην ερημιά κωπέλλες απού το Χωριό για να θυμιάσουν. Έκει που εθύμιαζαν, έρχεται μια βάρκα με τούρκους. Οι Κωπέλλες μόλις τους είδανε, ήξεραν από άλλες ιστορίες πως θα τις παίρνανε, κ' εφοβήθησαν, τρέξανε κ' εκλειστήκα μέσα στην εκκλησία και παρακαλούσανε τον Άη Νικόλα να τσοί σώση. Έξαφνα σκίστηκε ο τοίχος του ιερού, άνοιξε, κ' εβγήκαν και πήραν το βουνό κ' εφύγανε, κ' εσώθησα. (Χωριό = η Πρωτεύουσα της Λέρου). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Οι Αναράδες είναι γυναίκες όμορφες ντυμένες στ’ άσπρα και χορεύουν την νύχτα. Αυτές πηαίναν και παίρναν και τα παιδιά από τις κούνιες. Άλλασσαν τα παιδιά. Παίρνουν τα παιδιά κι αφίνουν τα δικά τως. Παίρνουν από τα μπαούλα σεντόνια. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ήσανε τρείς αδερφές, δεν είχε παντρευτή καμμιά απ’ αυτές. Αυτές εκαλογέρευαν κι ανεβαίνανε καθημερινώς στην Παναγιά του Κάστρου ν’ ανάψουνε τα καντήλια. Ηκούσανε περπατησές και τρανταγμό στο τέμπλος της Ελκκλησάς. Γυρίσανε να δούνε και θωρούνε την εικόνα της Παναγίας κ’ ετρέχανε τα μάτια της. Μια αδερφή ‘πο τες τρείς ‘ρώτησε την Παναγία. – Που ‘σουνα, κυρά μου, κ’ είσαι κουρασμένη πολύ; Τη νύχτα που κοιμόντανε η καλόγρια βλέπει την Παναγία στον ύπνο της και την έσπρωξε και της λέει : - Με ρωτούσες το πωρνό (-πρωΐ) που ήμουνα. Αν ήξερες που ‘μουνα! Ήμουνα στη Ρουσσία. Εκειά εκιντύνευγε του Χαραμή το καράβι, τριάντατρία άτομα ήσανε που πασκίζανε να σωθούνε. Με παρακαλούσανε για τως βοηθήσω, αλλά δεν μπορούσα να τως κάμω τίποτα. Σε λίγες μέρες ήρθανε τα γράμματα ότι το καράβι αυτό χάθηκε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Η μάννα του κόρακα κοιλιοπονούσε και του λέει :πήγαινε,παιδί μου να φέρης τη μαμμή.Αυτός ήφυε κ’ευρήκε ψόφιο κ’εμπήχτηκε στο φαεί.Τη μάννα του δυναμώνα οι πόνοι της.Απερπίστηκε κ’είχενε μια μέλισσα παιδί της και της λέει η μέλισσα.’’Πές μου,μάννα,που να πάω.Λέει της η μάννα.Να πάς στο τάδε σπίτι που’χει ένα μαγαζί και πουλεί πράματα. Έτρεξε η μέλισσα και πάει. Ήρτε η μαμμή.Λέει της η μάννα.-Κόρη μου,να’χης την ευκή μου. Αν δεν κατουρήσης εκκλησιά δε θ’ανάψη και συ γυιέ μου,να τρυπήση ο λαιμός σου και το νερό να μην κατεβαίνη κάτω να δροσίζεσαι.Αυτή η κατάρα είναι το Αύγουστο μήνα που κόρακας δε μπορεί να δροσιστή και τον ‘κούς(=ακούεις και κλαίει και φωνάζει κρά!κρά!κρά! 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Στο παλιό καιρό ερχόντανε έξω από το Λιμάνι της Λέρος μια φρεγάδα για να αρπάξουνε το νησί. Η Παναγία του Κάστρου εσήκωσε ένα ανέφαλο από στάχτη και δεν έβλεπαν από το καΐκι ούτε τιμόνι ούτε παννιά να κάμουνε. Μόνο εδώσα προς τα πίσω και το 'καυχηθήκανε το θάμα αυτό. Το ερχόμενο χρόνο οι ντόπιοι της Ανατολής ήρθαν με λάδι και με κεριά, δώρα της Παναγίας. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ένας γέρος είχε περάσει από ένα μέρος, τον Άη Νικόλα προς το Λακκί κ’ επήαινε στο χωριό. Ήτανε μεσάνυχτα. Όταν έφτασε σ’ ένα δρόμο που ήτονε μια μεγάλη χαρουπιά ήκουσεν κλάματα μωρού παιδιού. Φτάνει στο μέρος κοντά και θωρεί στο δρόμο χάμαι ένα μωρό. Σκύβει και το πιάνει και λέει: «Ποια σκύλλα, το ‘καμε και το πέταξε στο δρόμο». Το παίρνει στα χέρια ντου και αρχινά να σαλεύη (=να πήγαίνη προς το σπίτι του.) Όσο πήαινε μπρος το μωρό εβάραινε κ’ έκανε και πολλές πορδές. Κάθε πορδή κ’ εμεγάλωνε το μωρό. Αυτός του ήφυε το μεθύσι και λέει: Τι αυτό κοντεύει να γενή άντρας στα χέργια μου. Φτάνει στο σταυροδρόμι στο Βρομόλιθο (τοποθεσία) και από το βάρος αναγκάστη να το πετάξη κάτω στη γης. Εν τω μεταξύ το παιδί ηγίνηκε ένας σκύλλος μαύρος. Ο γέρος τρόμαξε και το ‘βαλε στα ποδάρια. Ο σκύλλος τον ‘κλούθανε (=παρηκολούθει). Φτάνει στο σπίτι του, πίσω κι ο σκύλλος. Μπαίνει μέσα ο γέρος και πετά τα παπούτσα τουν όξω. Κλείνει την πόρτα. Όλη τη νύχτα ήκουε μεγάλο σαματά (=θόρυβον) όξω που το σπίτι του. Το δε πωρνό που εξύπνησε ο γέρος, ευρήκε τα παπούτσια χίλια κομμμάτια καμωμένα. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

«Τ’ Αγούστου τα μεσάνυχτα του Μα το μεσημέρι» δηλώνει πως κατά τα μεσάνυχτα του Αυγούστου και το μεσημέρι του Μαΐου τα κακά πράματα, τα φαντάσματα. Ωρισμένοι αθρώποι την ώρα αυτή κάτι βλέπουνε: Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται αλαφρόστιχοι. Άρρωστα παιδιά μπορεί να τα τάξη η μάννα στημ Παναγιά του Κάστρου, τους βάζουν μαύρα ρούχα από την πρώτη του Αυγούστου ως τις 15 της Παναγίας. Την παραμονή το βράδυ παίρνει κάθε μάννα το παιδί της όπως είναι μαυροφορεμένο το γδύνει μπρος στο κόνισμα της Παναγίας και την παρακαλεί να το κάμη καλά. Τα μαύρα ρούχα αφήνουν εκεί για να σφουγγαρίζουν το πάτωμα της Εκκλησίας. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Απόντου (=ακριβώς) τα μεσάνυκτα το Μά (=Μάϊον το μεσημέρι που βγαίνουν οι αράπηδες και κάνουν καλοκαίρι. Τα μεσάνυκτα και το μεσημέρι είναι άσκημες ώρες και μπορεί κανείς να λαβωθή= να πάθη κακόν) από τις Αναράδες και τους Αράπηδες. Παρουσιάζονται και το μεσημέρι οι Αναράδες στα άσπρα ντυμένες στους ποταμούς, όπου είναι νερά και στα πηγάδια (=πηγάς) 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Το βόδι φωνάζει μά-μά-μά. Όταν θα φωνάξη μάννα τότες θα χαλάση ο κόσμος και θα γίνη η Δευτέρα παρουσία. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (47)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (47)
Τόπος καταγραφής
Λέρος (47)
Χρόνος καταγραφής1958 (47)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.