• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 93

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μνια βολά ‘τον ένας άνθρωπος κ’ ηπήρε μνια γυναίκα, και δεν το ‘γάτεχε πως ήτον ε Νεραjδα, και ποτέ ντου δεν ήκουσε τη ΄μιλιά τζη και μηδέ ποτέ ντου δεν ήκατσε μαζί τζη να φάη ψωμί, μόνο είχεν – ε μνια γκασσέλλα κόκκαλα των αποθαμμένω και τα ‘τρωγεν – ε. Και ύστερα πήγε και το ‘πε του φίλου ντου, πως ήκαμε τρία παιδιά και δεν ήκουσε τη ν εμιλιά τζη. Και ύστερα του ‘πεν – ε να πάρης ‘νούς χρονού παιδιού παπούτσα να τση τα πάη. Κ’ επήγε και τση τα ‘πήρεν – ε, και τση το ‘πήγαινε και δεν ήβγαλε άχνια, μόνο τα κατάλυσε. Κ’ ύστερα πάλι πήγε και του ‘πε του φίλου ντου, πως δεν του μίλησε, και του ‘πε να πάρη μνια γκοιλιά με σκατά, κ’ επήγε και την ήπηρε, και την ήψησε και την εφάγαν – ε, και δεν του βγάλανε άχνια. Ύστερα πάλι, πήγε και ‘πεν –ε του φίλου ντου, και του πεν –ε να πάρη ένα μάρμαρο τυρί και να κάμη λαζάνια να τα φάν – ε. Και το ‘πήρεν –ε, και τση το ‘πήγαινε και ήψησεν τα λαζάνια και τα ‘φάγανε και δεν του ήβγαλεν αχνιά. Κ’ ύστερα πήγαινε πάλι ‘ς του φίλου ντου. Και ύστερα του ‘πε να κάμη τον αποθαμμένο. Και τον ήκαμε, και τον αλλάξαν –ε και τον εκλαίγαν –ε, κι οντέ τον εθάφταν – ε τση λέγαν οι jάλλες γυναίκες – Δε γκλαί’ς τον άντρα σου; Και τον ήκλαιγεν – ε και ήλεγε: Άντρα μου κάλαντρα μου, κ’ είντα δα σου ‘θυμηθώ, τα παπούτσα τα στενά την κοιλιά με τα σκατά και το μάρμαρο τυρί να σου το μαγερεύγω να τρώ’ς; να μιλήσω να χαθώ; Κ’ ύστερα σηκώνεται και τση λέγει – Ετούτη νια ‘ν η jεμιλιά σου; Και φεύγει και ‘πάει με τσυ Νεράϊδες κ’ εγύριζενε.Κ’ ύστερα δεν την είδεν –ε μπλιό. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνιά βολά ‘τονε, λέ’, ένας δράκοντας, και ήτον-ε το σπίτι ντου ‘ς ένα χαράκι μέσα. Και μνια νημέρα, λέει, ένας γέρος επήγαινε ‘ς τα ξύλα και οντέν ήθελα σηκώσει τα ξύλα είπεν – Ώφ! Κ’ εγλούκαν – ε ο όφις και του ‘πεν – ε Είντα με θες; Λέει. – Για το Θιό, κ’ εγώ δε σου φώνιαξα! Λέει – Όχι, εφώνιαξές μου, μόνο ‘πε μου πόσα παιδιά έχεις. Και ο γέρος του ‘πεν, λέει – Δώδεκα. Και του ‘πενε – Ντα έχεις γυναίκα; Λέει – Έχω, λέει – Ν’ αρθώ, να μου τη δώσης θε’ς; λέει – Να σου τη δώσω. Και πάει λέει ο όφις και του δίδει τη γυναίκα ντου και την – ε παίρνει, και πάει και θέτει μνια βιτσά κι ανοίγει ένα χαράκι και μπαίνει μέσα και εκεινιά η γυναίκα. Εκατεβήκαν –ε σκαλούνια, σκαλούνια, και είδεν ε΄κεινιά η γυναίκα του Όφη τη γυναίκα και ήτον – ε λουχούνα κ’ εκοιλοπόνανε. Και ‘κειιά τη γυναίκα, την άλλη που πήρε, ήτον –ε μαστόρισσα και τση ‘πενε. Κάτσε συ ‘παδά να γεννήση η γυναίκα μου, κ’ εγώ δα ‘πάω να κυνηγήσω να τση φέρω κυνήγι να φάη κι ανέ ‘γεννήσ’ αρσενικό παιδί, δα σου φέρω λίρες μουζούρια, πάλι και δε, ανέ γεννήση θηλυκό, θα σε φάω. Εγέννησε λέει κι εγέννησε θηλυκό. Κ’ ύστερα πιάνουν – ε ένα γκεράκι και το βάνουν – ε εκειά. Και ύστερα ήδωκεν η λουχούνα ένα μουζούρι λίρες εκεινης – ά τση μα – στόρισσας. Και ύστερα έρχεται ο άντρας στη και εξετύλιξε το κοπέλι και θωρεί πως ήτον αρσενικό, κ’ ήκαμε χαρές! Κ’ ύστερα το ‘τύλιξε, και τάδε ταχτέρου πάλι το ξετύλιξε. Και θωρεί και πέφτει ένα γκομμάτι γκερί. Και ύστερα εβλαστήμανε, κ’ εβγήκεν – ε τριανταδυό σκαλούνια, και απόκειας πάλι θέτει μνια βιτσά κι ανοίγει το χαράκι και ‘βγαίν’ όξω. Ύστερα ήσφιξεν –ε πάλι το χαράκι και ίσασε. Και ύστερα πάει και βρίχνει τη μπόρτα τζη και, ήτον –ε σφαλιχτή κ’ εκαθούντον –ε μέσα η μαστόρισσα κ’ επυρώνουντον –ε με τα παιδιά τζη, και εκουρκούνα τη μπόρτα και ήλεγε – Να ‘μπώ δα να σε φάω που ήκαμες πονηριά και μου πήρες τσυ λίρες; Και ύστερα δεν εμιλιούσαν – ε και ήπαιζε μνια δεκαρά χτυπηματιές τσυ πόρτες κι απόκειας εμίσεψεν – ε. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνιά βολά ‘να γκοπέλι ‘ς το Μοναστήρι (‘ς τα Σαββατιανά) επήγε ‘κειά ‘ς το γεφύρι κ’εκολύμπανε. Και ήτονε ‘κειά κ’ένας άνθρωπος και τονέ λέγανε Χατζά και δεν αγάτεχε είντα λογιώ να το φοβερίση να μην πηγαίνη ‘κει΄να κολυμπά. Και μνιά νημέρα εκατέβαινε ‘που τα ξύλα, και ‘κεινιά την ώρα ετοιμάζουντονε το κοπέλι κ’ήτονε γδυμνό για να ‘μπή πάλε να κολυμπήση. Και βάνει ο Χατζής το γαμπά ντου από ‘μπρός, και τσύ μανίκες ήκαν’ετσέ, και ό,τι ώρα τον είδε το κοπέλι εφοβήθηκε κι’αφίνει ‘κειά τα ρούχα ντου και φεύγει. Και το ‘χενε ‘νας παπάς, και πάει το κοπέλι και του λέει : Κι ‘ό παπάς του ‘πίστεψενε, κ’εσφάλιξε τα παραθύρια και τσύ πόρτες και ‘κάθουντονε μέσα ; Και κάθα ‘μέρα επηγαίναν οι Jάλλοι ‘γούμενοι ελέγανε, ‘πο μέσα ντος. –Μπά να ‘πόθανε. Μνιά νημέρα εκειός ά ο παπάς, που ‘τονε σφλιχτός μέσα, ανοίγει το παραθύρι και ‘ξανοίγει όξω και δεν είδε πράμα ; Και ύστερα ήδειρε το κοπέλι ‘πού τονέ ‘φοβέρισε, κι από το φόβον του δεν ήτρωε ψωμί. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνια φορά ΄τονιε, λέει, έξε βοσκοί, κιαπύτις εβράδειασεν – ε επέψαν ένα να πάη να πάρη ψωμί από το χωριό. Και ‘πάνω ΄κειέ , λέει, ‘ς τη στράτα, ΄ς του Βεκίρη το ‘σώχωριο, είδεν – ε λέει, λάμψες και γύρου γύρου Νεράϊδες και εχορεύγαν – ε, και ‘ς τη μέση ένα Νεράjδο κ’ ήπαιζε τη λύρα. Και ύστερα τος ήλεγε – Δεν γατέχω ‘γώ λύρα. – Όϊ, κατέχεις (εθάργειεν – ε πως ήταν –ε γυναίκες κ’ εχορεύγαν – ε ‘κειά). Και ύστερα τον εβάλαν – ε ‘ς τη μέση και ήκατσε και την έπαιζε και κ’ εχορεύγαν – ε οι Νεράϊδες. Και του ‘διδαν ε με χρυσές κούπες κρασί κ’ ήπινε. Κ’ επίναν εκειά ώστε να ‘που εμεθύσαν – ε. Ύστερα εμισέψαν – ε όλες, εχαθήκαν από ‘μπρος ντου κ’ οι λάμψες και όλες; Κ ύστερα απύτις εχαθήκαν – ε εξάνοιγ’ αυτός, εσηκώθηκε κ’ εγύρευγε ανέ βρή πράμα. Και ηύρηκε έξε του γαϊδάρου νανύχια, και ύστερα το ‘νοιωσε πως ήτον – ε οι κούπες τος ‘κεισά. Κ’ ύστερα ‘γύρευγε πάλι και ηύρηκε πόδια του μπεγιριού, κ’ είχαν από κάτω πέταλα κ’ εθάρρειεν – ε πως ήταν – ε τα παπούτσια ντος. Κ’ ύστερα τα σήκωσε και τα ‘βαλε ‘ς το βούρια ντου, κ’ επήρε κ΄εμίσεψεν – ε. Κ’ ύστερα ‘γύρισ’ από πίσω ντου και είδεν – ε μνια γυναίκα και του ‘κλούθαν – ε και τση ‘πεν –ε. Που θα πας μωρή; Και αυτή του ‘πενε. Γιάνοιξε το βούριά σου να ‘δω είντα βαστάς μέσα; Και του ‘πήραν – ε ΄κειανά που ‘χαν αποκάτω τα πέταλα. Κ’ ύστερα ‘πήγε ‘ς το χωριό κ’ ήβανε δα τάλλα του γαϊδάρου και ‘ς – έ μνια νημέρα ‘θελα τα ‘δη να ‘ναι καταλυμένα, να του βάλη άλλα. Και ύστερα, λέει, εξεβαρέθηκε να καταλυούνται, δεν είχε άλλα κ’ επήγαινε ΄ς τη Χώρα να του κάμη σιδερένια. Κ’ ύστερα, απύτης επήγε ‘ς τη Χώρα, ήρθε ‘παδά και ερρώστησε κ’ εκοίτουντον ένα χρόνο. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα πάει ήτον-ε φεγγάρι, κ’ εθάρρειε πως ήτον -ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρό ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Άϊ Σάββα να κάμη το περιβόλι ντου (εκειά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι όντεν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες, και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν –ε γυναίκες, και ‘ς την υστεριά εθυμήθηκε κ’ έκαμε το σταυρό ντου, κ’ είπεν –ε. – Έλα Θέ μου! και Παναγιά μου! και εφάγανε οι Νεράjδες και εκολυμπούσαν –ε κ’ εγύραν –ε μέσα από πίσω που τη Ντιά. Και οντέν ήτον ο καιρός των αγγουριώ, ήτον –ε λίγο το νερό κ’ επήγαινε τη νύχτα να σύρνη νερό απού το πηγάϊδι. Κ’ εκειά που το ‘συρνε εγρήκα του Νεράϊδες και του πετούσαν –ε πέτρες! Επαίζαν – ε πέτρες ‘ς το περ’βόλι και ‘ς την αντένα, και ‘ς την υστεριά εφοβήθηκε και έφυγεν- ε (ήτον –ε) τότεςά μπλιό μέρα θαρρώ πως) κ’ επήγαιν’ εκειά ‘παπάνω που εθέριζεν αδερφός ντου. Και του ‘πεν (ο αδερφός του). – Ήσυρες νερό; Και του πε. – Έ κακομοίρη, και άλλο λίγο να με σκοτώσουν –ε οι Νεράjδες με τσυ τσούρλους! Και ύστερα του ‘π’ο αδερφός του που θέριζεν –ε – Έ φοβιτσάρη, πούστη, ψέματα το λές. Και του πεν- ε – Δεν μπά’ς, λέει, συ να σύρης νερό; Και πάει κι αυτός, και πάει ‘ς το περιβόλι. Κ’ επήγε να σύρη νερό, κι άλλο λίγο να τονε σκοτώσουνε οι Νεράjδες με τσυ τούρλους. Κ’ ύστερα πάει και του λέει. – Κακομοίρη, κι αλήθεια το λεγες, κι άλλο – λίγο να με σκοτώσουν –ε. (Εκ Ρωγδιάς Μαλεβυζίου Κρήτης). 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα ‘πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα, ‘πάει ήτον – ε φεγγάρι, κ’ εθάρρεις πως ήτον – ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρο ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Αϊ – Σάββα να κάνη το περιβόλι ντου (εκιά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι οντέν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν – ε γυναίκες, και ‘ς την υστερία εθυμήθηκε κ’ έκαμε το σταυρό ντου, κ’ είπεν – ε. «Έλα Θέ μου! Και Παναγιά μου! Και εφάγανε οι Νεράjδες και εκολυμπούσαν –ε κ’ εγύραν –ε μέσα από πίσω που τη Ντια. Και όντεν ήτον ο καιρός των αγγουριώ, ήτον –ε λίγο το νερό κ’ επήγαινε τη νύχτα να σύρνη νερό απού το πηγάϊδι. Κ’ εκειά που το ‘συρνε εγρύκα του Νεράϊδες και του πετούσαν –ε πέτρες! Επαίζαν –ε πέτρες ‘ς το περ’βόλι και ‘ς την αντένα, και ‘ς την υστεριά εφοβήθηκε και έφυγεν- ε (ήτον –ε τότεςά μπλιό ‘μέρα θαρρώ πως) κ’ επήγαιν’ εκειά παπάνω που εθέριζεν αδερφός ντου. Και του πεν –ε (ο αδερφός του). Ήσυρες νερό; Και του ‘πε. – Ε Κακομοίρη, και άλλο λίγο να με σκοτώσουν –ε οι Νεράjδες με τσυ τσούρλους! Και ύστερα του π’ ο αδερφός του που θέριζεν –ε. Έ φοβιτσάρη, πούστη, ψέματα το λές; Και του πενε. – Δεν μπά’ς, λέει, συ να σύρης νερό; Και πάει κι αυτός, και πάει ‘ς το περιβόλι. Κ’ επήγε να σύρη νερό, κι άλλο λίγο να τον εσκοτώσουν ε οι Νεράjδες με τσυ τούρλους. Κ’ ύστερα πάει και του λέει. – Κακομοίρη, κι αλήθεια το ‘λεγες, κι άλλο λίγο να με σκοτώσουν –ε. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Ο κύρης μου ‘τον-ε αλετρουδιάρης με το Βοσκογιάννη. Και κάθ’αργά εγρύκαν ο Βουσκογιάννης ένα στοιχειό κ’ ήσυρν’ αλυσσίδες. Και του λέει και κύρης μου. Αργά πάλι που δα τακούσης να μου φωνιάξης κ’εμένα να το ‘δώ. Και τη νύχτα ήθεκ’ο κύρης μου ‘ς τη μπόρτα ομπρός και του γρυκά πάλι τη νύχτα ο Βοσκογιάννης και λέει του κυρού μου. Σήκο κ’εδά ‘ναι το στοιχειό επαδά ‘πόξω. Και σηκώνεται κι ο κύρης κάτω εκειά που ‘κοίτουνταν-ε. Και λέει του Βοσκογιάννη. Φέρε μωρέ τη βέργα να το σκοτώσω. Και πιάνει τη βέργα ντου ο κύρης μου και πάει να του παίξη μνιά γξυλιά, και παίζει ‘να μπηδαλάκι και πάει κάτω κάτω. Κι ο Κύρης μου το ‘πάτει-ε ‘που την ορά. Και λέει του Βοσκογιάννη να πάη το λύχνο να το ‘δούν-ε ‘ντά ‘ναι. Και του ‘πάει το λύχνο. Κι ως είδε το στοιχειό το λύχνο εφοβήθηκε κ’ήπαιξε ‘να μπηδαλάκι κ’εγλύστρησε απού τον μπόδα του κυρού μου και ήφυγε, και πάει ‘κε κάτω κάτω ‘που ‘τον του Χτιστάκι το βόυδι. Και ως ήκουσε το βουί τσ’αλυσσίδες, ήκαμε ‘να λάκκο ‘ς τη γκοπρά κ’εχώστηκε. Και το ‘ζύγων ο κύρης μου και δε3ν το ‘φταξε μπλιό κ’έφυγε. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνιά βολά ‘τονε ένας Νέραjδος κ’ είχε και μνια Νεράjδα γυναίκα ντου. Και το Νέραjδο τον – ε λέγαν – ε Ώφου. Και μνιάν ημέρα πήγε, λέει, μνια γυναίκα ‘ς τα ξύλα, και ‘ς το χαράκι που στάθηκε για να τα σηκώση, είπεν Ώφου! Κ’ επρόβαλεν ο Ώφου (ένας Νέραjδος) κ’ εσκιστήκεν – ε το χαράκι κ’ εβγήκεν – ε και τση ‘πεν – ε -. Είντα ‘σαι σύ; Λέει – Εγώ είμαι μαμμή. Και τση ‘πεν – ε. Η γυναίκα μου κοιλοπονά, μόνο να μου δείξης τη γειτονιά που κάθεσαι, Κ’ ύστερα τον ήπηρε κ’ επήγε, και του ΄δειξε το σπίτι τζη, κι οντέν εκοιλοπόναν η γυναίκα ντου ‘πή – ε και την ήπηρε. Κ’ επήγαινε ‘ς τη μπόρτα κ’ εφώνιαζε κι αυτή δεν ήβγανε αχνιά, κ’ ύστερα ήνοιξε κ’ επήγαινε. Και ‘ς το χαράκι που σήκωσε τα ξύλα κ’ εβγήκεν ο Νέραjδος, ύστερα ανοίγει και τότες ‘κειονά το χαράκι και μπαίνουν – ε μέσα. Και θωρεί τη γυναίκα ντου κ’ εκοιλοπόνανε. Κ’ ύστερα μίσεψεν ο Νέραjδος, κ’ η Νεράjδα ντου ήτον – ε καλή και τση ‘πεν – ε. Αν είνε θηλυκό, δα σε φάη, κι αν είν’ αρσενικό δα πά’ς πάλι ‘ς το σπίτι σου. Και ύστερα ήτον – ε θηλυκό και τση λέει να κάμη ένα γκεράκι να του βάλη, κ’ εκείνος δα θωρή πως είν’ αρσενικό. Ύστερα ‘μίσεψεν αυτή κ’ επήγε ‘ς το σπίτι τζη, κ’ εκάθουντον εκειά κ’ επυρώνουν τον – ε με τα παιδιά τζη. Και μνιάν ημέρα γρυκά χτύπους και βρόντους ς’ τη μπόρτα τζη. Και τση ‘φώνιαζε και τση ΄λεγε. Έ μαμμή, κερά μαμμή, άνοιξε να σου το πω, κερένιο νήτον το βλιοβλιό κ’ ήλυσε μέσα ‘ς το νερό. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνιά φορά ο Σφακιανός επήγε κ'ήθεκεν -ε 'ς ταλετρουδιό μέσα του πύργου. Και ήθεκε-νε 'κειδά και είδε 'να ναράπη κ'ελάλειεν-ε το μουλάρι που 'χενε 'ς αλετρουδιό κι' όντε το 'λέλειεν-ν γέλαν-ε. Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε γέλαν-ε.΄Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε κι απού το φόβο ντου εκατουρήθη'απάνω ντου και ήφυγε κ'υπήγε και το 'λεγε των ανθρώπω. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
Thumbnail

Μνιά βολά ο Γενναρομανώλης είχε ‘κειά κάτω ‘ς το Καστέλλι τα ο-ζά ντου και τα βούια ντου. Και μνιά νάργατινή επήγαινε τω παιδιών του ψωμί και κριάς και το κριάς ήτον-ε κλεψίμνιο. Κ’ήτον-ε μεθυσμένος, κι’οτέν εβγήκαν-ε τα βούια, εκούμπισε ‘ς ένα γκόκκινο βούι. Και του ‘λέγαν τα παιδιά ντου. –Μη , τατά, γιατί δα’ξεσύρη το βούι και δα γκρεμιστής. Σε λίγη ώρα το βούι εξέσυρε, κ’εγκρεμίστηκεν-ε, και του ‘φωνιάζαν τα κοπέλια ντου. –Πιάνε, τατά, τα’ασφεντιλιές! Κ’εκείνος τος ήλεγε : -Πιάνω τσύ, παιδιά μου, ‘μά ‘ξεπατώνουνται και πάω κάτω. Κ’ εκεινιά την αργατινή επήγαν οι jαθρώποι με τα φενέρια κ’ εθωρούσαν-ε τα αίματα ‘ς τα χαράκια ‘πάνω. Ύστερα πάλι ‘μισέψανε κ’ήρθαν-ε ‘ς το χωριό. Και τη νταχινή πάλι πήγαν-ε, κ’ένας καλός κολυμπητής, και τον-έ λέγανε Δράκο, και του δώκανε απετουιές και τον-έ δέσανε ‘πού τη μέση, και μνιά του δώκανε να την-έ βαστά, οντέ δα ‘π’αη ‘κειά να τον-ε δέση, πού τη βράκα να τον-έ σέρνη. Μα τον είχαν-ε ‘ς τη μέση τσή Θάλασσας, οι Νεράjδες παεμένο. Και ως ήφταξε ‘κειά ‘ποπέρα τον είδεν ε και του ‘ριξε την απετονιά ‘ς τη βάρκα κι’απόκειας εκολύμπα και τον ήσυρνε. Πότε και λίγο ‘ξάνοιγε οπίσω ντου, κι’ άλλο λίγο να σκάση απού το φόβο ντου. 

Ζωγράφος, Χρηστάκης (1896)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 10
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (78)Παραδόσεις (15)ΣυλλογέαςΠοταγός, Ν. Ν. (67)Ζωγράφος, Χρηστάκης (14)Άγνωστος συλλογέας (5)Νεστορίδης, Κ. (2)Rouse, William Henry Denham (1)Δοντάς, Σπ. (1)Μελέτιος, μητροπολίτης Αθηνών (1)Παπαζαφειρόπουλος, Παναγιώτης (1)Φωτάκος (1)Τόπος καταγραφής
Άδηλου τόπου (93)
Χρόνος καταγραφής1890 - 1898 (17)1880 - 1889 (7)1870 - 1879 (67)1850 - 1859 (1)1807 - 1809 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.