Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 366
Δέν του βάνει δόντι
(1920)
Ερμηνεία: δεν του ευρίσκει ελάττωμα. Δεν δύναται να τον περάση. Δηλ το λήμμα δόντι σημαίνει το αποτέλεσμα...
Τον πονεί το δόντι
(1920)
Ερμηνεία: Ενδιαφέρεται, έχει αδυναμίαν κάπου πού τον πονεί το δόντι; Επιδιώκει να επιτύχη τι...
Αυτός έχει δόντι
(1920)
Είναι ισχυρός είτε κατά το σώμα, είτε διαθέτει κεφάλαια υλικά (χρήμα) είτε έχει πολιτικά μέσα ισχυρότερα των άλλων, επομένως αξία, δύναμη να επικρατήσει ωστέ οι άλλοι πρέπει πολύ να τον υπολογίζουν. Πρβλ και την sp [πρέπει να έχεις δόντι]: διά να...
Δέν του βάνει κανένας δόντι
(1920)
Η Εκείνου του ανθρώπου δεν του βάνει κανένας δόντι = δυνατός, παλληκαράς...
Του πονεί το δόντι του, για την δείνα
(1910)
Η του πονεί το δόντι της, για τον δείνα. Ερωτεύεται...
Ύλτσεν το δόντι-μ'
(1939)
Έσταξε το δόντι μου. Ζούλεψα βλέπον τας άλλους να τρών ωραία φαγητά ή φρούτα κ' έτρεξαν τα σάλια μου, ή είδα μιάν όμορφη και μ' άρεσε εξαιρετικά...
Δαγκάνει του δόντι του
(1918)
Περί των ισχυρών. Τσοτύλιον
Δε μας αφήν' να ξύσουμι του δόντι μας
(1911)
Επί οχληρού επισκέπτου
Όνταν σου πονή το δόντι, βγάλε το
(1909)
Αποφασιστικότης
Τον πονεί το δόντι διά ...
(1906)