Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 19
Κόβει λόρδα
(1938)
Πέννα
Ύλτσεν το δόντι-μ'
(1939)
Έσταξε το δόντι μου. Ζούλεψα βλέπον τας άλλους να τρών ωραία φαγητά ή φρούτα κ' έτρεξαν τα σάλια μου, ή είδα μιάν όμορφη και μ' άρεσε εξαιρετικά...
Ο μάνταλος κόβει το κισιμέτι
(1938)
Λέγεται για κείνους που παίρνουν θαρραλέες αποφάσεις στη ζωή, όμως σταματούν στη δύναμη του πεπρωμένου, της κοινής μοίρας
Στη Μάλτα κόβει πλάκες
(1938)
Λέγεται για τους πεθαμένους και τους ετοιμοθανατους, επειδή άλλοτε σκέπαζαν τους τάφους μέ Μαλτέζικες πλάκες
Όγιος κόβει τα κακά ξύλα στο λόgο η πλάτη του το βρέσκει
(1938)
Περί εκείνων, οίτινες επιχειρούν δυσκόλους πράξεις και οι ίδιοι πρέπει να τα φέρουν εις πέρας
Στάζ' το δόντ' ν' ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του. Τραπ. Επί του υπερβολικώς ορεγομένου τι δυσαπόκτητον. Πβ. 546...
Υλίζ' το δόντ' ν ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του...
Το παρακάλεμαν ντο κόφτ', το μαχαίρ' 'κι κόφτ'
(1931)
Ερμηνεία: Ότι κόβει το παρακάλι, δεν κόβει το μαχαίρι...
Αυτός έχ' σιδερένια δόdια
(1938)
Δι' εκείνους πού διέθεταν μεγάλα μέσα