Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 15
Κόβει το δόντι του σίδερο
(1909)
Ανδρεία
Τα κόβει
(1909)
Χαρτοπαικτικώς
Κόβει το σπαθί του
(1907)
Δύναμις ισχυρών
Δέν του βάνει κανένας δόντι
(1920)
Η Εκείνου του ανθρώπου δεν του βάνει κανένας δόντι = δυνατός, παλληκαράς...
Όνταν σου πονή το δόντι, βγάλε το
(1909)
Αποφασιστικότης
Κόβει και ράβει η γλωσσά του
(1907)
Ευγλωτία
Του μέλει και του κόβει του μέλει και του θερίζει
(1907)
Προσποίησις αδιαφορίας
Κόβει μακρυά το μάτι του
(1907)
Δεν κοτάει να ξύση το δόντι του
(1907)
Υποτέλεια, αδυναμία λαού