Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 145
Δέν το κόβει το δόντι σου
(1920)
Είσαι ανίκανος να καταλάβης εν αξίωμα, θέσιν κ.τ.λ.
Κόβει το δόντι του
(1920)
Επί την πολιτικήν, είς λύσιν διαφόρων υποθέσεων
Είχε δόντι
(1920)
Επέτυχεν διότι είχε δόντι...
Έχει δόντι
(1920)
Πολιτική ισχύν, λέγειν
Τούβαλα δόντι
(1920)
Υπερίσχυσα εγώ
Γιατί σε πονάει το δόντι
(1920)
Γιά ποιόν ενδιαφέρεσαι;
Έχει δόντι
(1920)
Ερμηνεία: Είναι ικανός, οπλισμένος με δύναμη
Τρίζει το δόντι
(1920)
Φοβερίζει
Έχει δόντι
(1920)
Aυτός ο άνθρωπος = ισχυρός
τούβαλε δόντι
(1920)
Επί μαλώματος