Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Α έρται κα έναν βουνόν και α τσακων' έναν ωβόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Θα κατηφορίσει ένα βουνό και θα σπάσει ένα αυγό. Ανάλογο με το : Ώδινεν όρος και έτεκε μυν -
Άβουλα τη Θεού φύλλον 'κι λαΐσκεται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Χωρίς τη βούληση του Θεού φύλλο δεν κουνιέται. Θεοκτατική αντίληψη για τη ζωή, σύμφωνα με την οποία όλα εκπορεύονται από το Θεό και συνεπώς ό,τι κι΄ αν μας συμβαίνει πρέπει να το ανεχόμαστε αγόγγυστα -
Άλαλος κι αμήλαλος κι αρχοντοπαιδεμένος
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939) -
Άλλ' κάμ'νε σόν ήλον και άλλ' σήν εβόραν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Άλλοι εργάζονται μέσ' στον ήλιο κι' άλλοι τρώνε στον ίσκιο. Γιά τους επιτήδειους πού εκμεταλλεύονται την εργασία των πολλών και ζούν σε βάρος τους -
Άλλα τ' ομάττα τή λάγονος κι' άλλα τή κούκουδα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Όμοιο με τό: Άλλα τα μάτια του λαγού κι' άλλα της κουκουβάγιας -
Άλλο γάιδαρον κι θα έχ' να κοτζέυ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Δε θάχει πια άλλον γάιδαρο για να μπορέσει να μετακομίσει, θα χάσει τον προστάτη του και τα μέσα που διαθέτει -
Άμον αγρόμηλον κοκκύμελον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν άγριο κορόμηλο. Πολύ νέα, όμορφη και ροδαλή, μα ιδιότροπη και στρυφνή -
Άμον αρνικόν περδίκ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν αρσενικό περδίκι – Παραχαϊδεμένος κι΄ ανοικονόμητος -
Άμον γουρζουλά δαβρίν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν ραβδί που βαστάει η πανούκλα. Παραστατική έκφραση για τους πολύ αδύνατους ̇ σκελετώδικος -
Άμον καρμάνα γυροκλώσκεται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν αδράχτι γυρίζει. Όλο και βρίσκεται σε κίνηση, μα και τίποτε το αξιόλογο δεν κάνει -
Άμον κοπάλ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν κόπανος, αδέξιος, χοντρός, βραδυκίνητος, χοντροκομμένος -
Άμον παλαγούρτα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σαν αδηφάγο όρνιο της θάλασσας “αιθυία”, λαίμαργος, άρπαγας, που όλα τα καταχωνιάζει