Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Πηγαίνω σύμπατα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Πίνω, μα δεν με πίνει
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Πίνω οίνον, αλλά δεν μεθύω να ατακτώ -
Πιάσε τ' αυτί σου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται προς τον πιάσαντα καυστικόν τι και εδοκίμασε καύσιν. Αλλά και πράγματι ολιγοστεύει η καύσις, εάν πιάσης μέλος τι του σώματός σου. (Αστείως) -
Πιάσε τον αξυπόλητον και πάρε τα παπούτσια του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Αξυπόλητον = ανυπόδητον -
Πιάσθηκε πέτρα με τ' αυγό
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1885) -
Πιάστικ' η πέτρα με τ' αυγό
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Ερμηνεία : Αντιπαρετάχθη ασθενή κατ' ισχυρού -
Πικρός φαρμάκι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880) -
Πλάκωνε 's τα αυγά σου (ή κάθου)
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Μη κίνει τον ανάγυρον.Μη αναμειγνύεσαι. -
Πλατύς πίτα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880) -
Πλέ(κ)ει από πάν' που το λάδι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον θέλοντα να αποδείξη αθώον κατηγορίας τινός, ενώ είναι μέτοχος και συνευδοκών -
Πλέ(κ)εις απ' πάν' απ' το λάδι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Πλέει τ' όνομα εις τον νου μου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Ερμηνεία: Έρχεται μα να ενθυμηθώ και πάλιν λησμονώ το όνομά του -
Πότε έγινες κολοκύθι και στράβωσε ο λαιμός σου;
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται προς τον μικρόν μεγαλοποιούντα και θέλοντα να φαίνηται τοιούτος