Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Παρηγοριά στον άρρωστο ως τον να βγη η ψυχή
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Παστρεύει κοιλιές και κάνει μαχραμάδες
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Περιφρονητική δια τον άεργον -
Πέντε μήνες εξ αδράχτια πως τα έγνεσα η καημένη, η πολλά βασανισμένη, δίχως άντρα και παιδιά
Μανασσείδης, Συμεών Α. -
Πέρα βρέχει
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Δια τον μη εννοούντα τα λεγόμενα. Και τον μη εννοούντα τα τεκταινόμενα κατ'αυτού -
Πέρασε ο καιρός που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Πέσε πίτα να σε φάγω
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Δια τον προσδοκούντα εφετον τί αυτομάτως και ανενεργεία -
Πέσε, πίττα, να σε φάγω (είσαι)
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Δια τον προσδοκώντα τά πάντα έτοιμα -
Περτατεί πα 'ς τα νύχια
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1885)Ερμηνεία: Δια τον αβροβάτην, αυτός που περπατά καμαρωτά -
Πες μι πως σε έδειραν, και 'γω ξέρω σ' έδωκαν
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Πόσες έφαγες, ενν. ξυλιές -
Πετσί και κόκκαλο είναι ή έγινε
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον καταντήσαντα ισχνόν -
Πήγαινε καλιά σου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Πήγε για μαλλί και ήρθε κουρεμένος
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον αποτυχόντα κέρδους τινος και ζημιωθέντος -
Πήρε ο νους του αέρα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Πηγαίνω σύμπατα
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Πίνω, μα δεν με πίνει
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Πίνω οίνον, αλλά δεν μεθύω να ατακτώ -
Πιάσε τ' αυτί σου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται προς τον πιάσαντα καυστικόν τι και εδοκίμασε καύσιν. Αλλά και πράγματι ολιγοστεύει η καύσις, εάν πιάσης μέλος τι του σώματός σου. (Αστείως) -
Πιάσε τον αξυπόλητον και πάρε τα παπούτσια του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Αξυπόλητον = ανυπόδητον