Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Ο κύριμ' κλαίει τον γάϊδαρον κ' η μάννα μ' το σεμέρ'ν ατ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Για κείνους που δίνουν σημασία στις λεπτομέρειες και δεν βλέπουν την ουσία -
Ο λύκον έρθεν σα πρόγατα, ναϊλοι π' έχ' το μαναχόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται σε περίπτωση επιδημίας που προσβάλλει μονάκριβα παιδιά -
Ο Μάρτ' ς μαραίν' τα μάραντα κι' Απρίλτς τα μανουσάκια, ο Χορτοθέρτς χορτάρα κι' Αύγουστον παλληκάρα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939) -
Ο Μάρτ' ς όνταν μαρτεύκεται καλοκαιριάν μυρίζει κι' όνταν παραχολάσκεταιτόν Κούντουρον δαβαίνει
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939) -
Ο Μάρτ' ς φερ' τα χελιδόνα Κελαϊδούν και λυίν τα χόνα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939) -
Ο πάρδον πα τα κάκκαλα- τ' ερέχκεται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κι' ο γάτος τ' αρχίδια του παινεύει η του αρέσουν.- Λέγεται ειρωνικά για κείνους που ναρκισσεύονται και εκθειάζουν κάθε τι που ανήκει στον εαυτό τους- κάθε τι δικό τους. -
Ο πάρδον πα τα κάκκαλα- τ' πεγιενέφκεται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κι' ο γάτος τ' αρχίδια του παινεύει η του αρέσουν.- Λέγεται ειρωνικά για κείνους που ναρκισσεύονται και εκθειάζουν κάθε τι που ανήκει στον εαυτό τους- κάθε τι δικό τους. -
Ο παπάς πα, πρώτα τα γένα-τ' ευλογίζ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Όμοιο με το: Κι' ο παπάς πρώτα τα γένια του 'βλογάει -
Ο παραθεόν πα καλός εν'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Καλός είναι κι' ο παραθεός. Καλό είναι ναχει κανείς πλάτη – προστάτες γέρους, είτε σε δύναμη είτε σε πλούτη -
Ο πεινασμένον σ' όρωμαν ατ' κοτέρα ελέπ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ο πεινασμένος στον ύπνο του φετάρες ψωμιά βλέπει -
Ο πεντικόν πα σο τρυπίν-ατ' βασιλέας εν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κι' ο ποντικός στην τρύπα του βασιλιάς είναι. Ανάλογο με το : Κι' ο κάββουρας στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι -
Ο σκύλον τ' ουδάρ ' ν-ατ' κι' αρπάζ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ο σκύλος δε δαγκάνει την ουρά του.- Ενδεικτικό για την τάση που έχει ο άνθρωπος να μη κατακρίνει δικές του η δικών του ανθρώπων κακές πράξεις -
Ο σκύλον τον σκύλον 'κι τρώει
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εννοεί κυρίως τους πλούσιους που εκμεταλλεύονται τις άλλες τάξεις, χωρίς και να αλληλοτρώγονται μεταξύ τους -
Όλ' π' εφτύν'ναν να εμάειρευαν, κανείς πεινασμένος 'κ' επεμέν'νεν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Αν όλοι που ανάβουν φωτιά μαγείρευαν, κανένας δε θάμενε νηστικός -
Όλα γίντανε τη κιοσέ τα γένα μαναχόν κι φυτρών' νε
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το: Όλα γίνονται μόνο του σπανού τα γένεια δε γίνονται -
Όλα μη λέγομε, είπεν και τη Βερβελέ ο Γιώρτς
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το: Όλα δε λέγονται