Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Άς είχα τον άντρα μ' κι ας έμνεκαι ση κυρού μ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ειρωνικά για τις γυναίκες κυρίως, που τα θέλουν όλα δικά τους και γυρεύουν ολοένα πλεονεκτήματα και δικαιώματα, χωρίς καμμιάν υποχρέωση -
Άσπρον έν το χόν σο βουνόν οι σκυλ' καταπατούν-α, μαύρον εν το γαρύφαλον, πουλούν-α με το τράμιν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Για να πειράξουν τις ξανθές και να κολακέψουν τις μελαχροινές λέγανε το δίστιχο -
Αγιωργίτα στρώσον – Αγιωργίτα σκώσον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Του Αγ. Γεωργίου (3 Νοεμβρίου) έστρωναν τα στρωσίδια του σπιτιού και του Αγ. Γεωργίου (23 Απριλίου) τα εσήκωναν -
Αέτς κ' έμορφος έν, λέει τον ήλον : για θα λάμπ'ς γιά θα λάμπω
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τόσο όμορφη που είνια όπου λέει στον ήλιο : ή θα λάμπεις ή θα λάμπω. Έκφραση παραστατική για τις πολύ όμορφες -
Αεργίτας 'κι νουνίζ' ήντιναν ηυρίκ' φουρκίζ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ο Νοέμβρης δεν σκέπτεται, όποιον βρίσκει τον πνίγει -
Ακόμαν κ' επέθανεν και έψαν τα κερία- τ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ακόμα δεν πέθανε κι άναψαν τα κεριά του -
Αλμεγάδ' κτήνον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Γελάδα που αρμέγεται. Το κορόϊδο που το εκμεταλλεύονται και του ροκανούν τον κόπο της δουλειά του κυρίως -
Αμόν σαλλάχ αγγούρ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Σα σποριασμένο χοντρό αγγούρι. Χοντρός μα χωρίς γερούς μυώνες και δύναμη. Σάπιος κι΄ασουλούπωτος -
Αν κι πιστεύ'ς εμέν τον ψεύτεν, ερώτα τον αδελφό – μ τον κλέφτεν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται ειρωνικά σ' εκείνον τον φταίχτη, που για δικαιωση του, επικαλείται τη μαρτυρία αναξιόπιστου ή μεροληπτικού προσώπου -
Απ' έξ' ο χορόν γαϊτάν έν'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ανάλογο με το: Απ' έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει -
Απ' έξ' πρόγατον κι' από 'πέσ' λύκος
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Υποκριτής με κακούργα ένστικτα -
Απ' εμπροστά κυρά – κυρά κι' απ' οπίσ' κοκκινόκωλος
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Κόλακας καί διπρόσωπος -
Απάν' ατ' μυίαν 'κι κοντουρεύ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Απάνω του μυίγα δεν επιτρέπει να καθήσει