Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Ένα τό'χει η κούρβα κι αν βροντούν κι αν δεν βροντούν
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1894)Σημ. Λέγεται στα του αφιλότιμου αδιαφορούντα δια τους καταπρίσεις των άλλων -
Ένα ψωριάρικο πρόβατο ολόκληρο κοπάδι χαλνά
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1885)Ερμηνεία: Λοιμός άνθρωπος φθείρει τούς συγκοινωνούντας αυτώ -
Ένα ψωριάρικο πρόβατο ολόκληρο κοπάδι χαλνά
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Ερμηνεία: Λοιμός άνθρωπος φθείρει τούς συγκοινωνούντας αυτώ -
Ένας διάβολος διώχνει τον άλλον διάβολον
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Ο κακός καταδιώκει κακόν -
Έρηξε τη σαγίττα, κρέμασε το δοξάρι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Δια τον εκτελέσαντα εργασίαν τινά και μετ' αυτήν αναπαυόμενον. Λέγεται ενίοτε και ειρωνικώς -
Έρρηξε πέτραν να πονέση το χέρι του;
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Σημαίνει μήπως εκοπίασε να κερδίση αυτά -
Έρρηξε στάχτη ΄ς τα μάτια
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Έσκασε από τα γέλια
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Έφαγε, που βγήκε από την μύτη του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Έως μηνός ημερών φάγεσαι, έως αν εξέλθη εκ των μνητήρων σου” (Αρ. ια', 20) -
Έφεξεν από την πείναν
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Έφτυσα γαίμα όσου να το καταφέρω
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906) -
Έχει γλωσσοδέτην
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1906)Ερμηνεία: Βούν επί γλώσσης φέρει, δια τον αρνούμενον να ειπή την αλήθειαν -
Έχει μακριάν γλώσσαν
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1885)